Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 29-10-2017




Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
Προς Γαλάτας επιστολή Παύλου (β΄16–20)
Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω.
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί, ἐπειδὴ γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν δικαιώνεται ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου ἀλλὰ διᾶ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπιστέψαμε καὶ ἐμεῖς εἰς τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ δικαιωθοῦμε διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου, διότι ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νόμου κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ δικαιωθῇ.
Ἀλλ’ ἐὰν ἐμεῖς ποὺ ἐζητήσαμε νὰ δικαιωθοῦμε διὰ τοῦ Χριστοῦ, εὑρεθήκαμε καὶ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί, ἆραγε ὁ Χριστὸς ἐξυπηρετεῖ τὴν ἁμαρτίαν; Μὴ γένοιτο! Ἐὰν ὅμως οἰκοδομῶ πάλιν, ἐκεῖνα ποὺ ἐγκρέμισα, ἀποδεικνύω τὸν ἑαυτόν μου παραβάτην. Διότι ἐγὼ διὰ τοῦ νόμου ἐπέθανα ὡς πρὸς τὸν νόμον, διὰ νὰ ζήσω ὡς πρὸς τὸν Θεόν.
Ἔχω σταυρωθῆ μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν. Δὲν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός, τὴν ζωὴν δὲ τὴν ὁποίαν τώρα ζῶ εἰς τὸ σῶμα, τὴν ζῶ μὲ πίστιν εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του πρὸς χάριν μου.



ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κατά Λουκάν (η΄ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν προς τον Ιησοῦν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.
Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν.
Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό ἐκείνο, ἦλθε προς τον Ιησοῦ κάποιος, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχισυνάγωγος, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι του, διότι εἶχε μιὰ μοναχοκόρη, ἡλικίας περίπου δώδεκα ἐτῶν, ποὺ ἦτο ἑτοιμοθάνατη. Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε, ὁ κόσμος τὸν συνέθλιβε.
Κάποια γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγίαν δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ἐξοδέψει ὅλην τὴν περιουσίαν της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα, ἦλθε κοντά του ἀπὸ πίσω, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του καὶ ἀμέσως ἐσταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε, «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι αἰσθάνθηκα ὅτι ἐβγῆκε δύναμις ἀπὸ ἐμένα».
Ὅταν εἶδε ἡ γυναῖκα ὄτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχήν, ἦλθε μὲ τρόμον, ἔπεσε στὰ πόδια του, καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε.
Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε εἰς εἰρήνην».
Ἐνῷ ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει, «Ἡ θυγατέρα σου πέθανε, μὴν ἐνοχλῇς πλέον τὸν διδάσκαλον». Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ὅταν τὸ ἄκουσε, τοῦ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι· μόνον πίστευε καὶ θὰ γίνῃ καλά».
Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ μπῇ μαζί του, παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἰς τὴν μητέρα.
Ἔκλαιγαν δὲ ὅλοι καὶ τὴν θρηνολογοῦσαν. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μὴν κλαῖτε· δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται». Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο, διότι ἤξεραν ὅτι εἶχε πεθάνει.

Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἐφώναξε, «Κορίτσι, σήκω ἐπάνω». Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα της, ἐσηκώθηκε ἀμέσως, καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ. Οἱ γονεῖς της ἐξεπλάγησαν, αὐτὸς δὲ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τί συνέβη.

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ





Εις την «θεοφύλακτον τῶν Θεσσαλονικέων μητρόπολιν», «ὑπερβαλλόντως ὑπερέχουσαν πλούτῳ τε καὶ ποικίλῳ καὶ ἀνθρώποις συνετοῖς καὶ χριστιανικωτάτοις», εγεννήθη και εμεγάλωσεν ο ωραιότερός της καρπός, «ὁ χαρίεις τὴν μορφήν, ψυχὴν δὲ χαριέστατος, ἡδὺς τὸ φθέγμα, τὸν τρόπον ἡδύτερος, γλυκὺς τὸν λόγον, τὸ ἦθος δὲ γλυκύτερος» Μεγαλομάρτυς του Χριστού Δημήτριος κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού Ερκουλίου (284-305 μ. Χ.) έχοντας ορίσει Καίσαρα Αχαΐας και Μακεδονίας τον Μαξιμιανό Γαλέριο. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της «Τετραρχίας», εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνην έως τον Πόντο και από την Μικρά Ασία έως την κυρίως Ελλάδα και την Ιταλίαν, έχει να επιδείξει τη εποχή αυτή αναρίθμητες θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους σε πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Κύπρος, με αποτέλεσμα η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία ως «εποχή μαρτύρων» του χριστιανισμού.

Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εδραιωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης με πολυάριθμους χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων.


Εκλεκτό μέλος της των Θεσσαλονικέων Εκκλησίας ήτο και ο Άγιος Δημήτριος, ο οποίος προήρχετο από ευσεβείς γονείς, από τους πλέον επισήμους «ἄρχοντας τῶν Μακεδόνων», «πατέρας θαυμαστῷ τῷ γένει, πολύ δὲ τῇ ψυχῇ θαυμαστότερος». Είχε δε προικιστεί παρά του Δωρεοδότου παντός αγαθού με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. «Γένους σεμνότητος, οὐσίας ἀφθόνου, ἰσχύος σώματος, κάλλους ἰσότης, ἠθῶν εὐγένεια καὶ ἡ διὰ πάντων τούτων ἁρμονία καὶ σύμβασις». Στα χαρίσματα αυτά προσετέθη η μόρφωση και η παιδεία, «ἡ τῶν λόγων ἄσκησις ἐγγὺς συνέφυ».

Με την πνευματικήν του υπεροχή, την ωραία εμφάνιση, την ευσέβεια και την ηθική του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, «ἀντὶ ψυχῆς τῇ πόλει καθίσταται» και προεβλήθη ως ιδεώδες τελείου ανθρώπου. Καταγινόταν δε κυρίως εις το να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται στην πολεμική τέχνη, διότι αυτό συνδυάζει άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με τη στρατηγική πείρα. Η φήμη του έφθασε και μέχρι τον βασιλιά Μαξιμιανό Γαλέριο, ο οποίος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικά ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και στη συνέχεια τον τίμησε με το αξίωμα του Δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας.

Ως χριστιανός ο Δημήτριος δεν περιορίστηκε μόνον στη λατρεία του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά προχώρησε με ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό του έργο φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τους «θείας εμπνεύσεως» ηρτυμένους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον λόγο του Ευαγγελίου στην αγαθή των Θεσσαλονικέων γη, για να προσφέρει μέχρι σήμερα η Θεσσαλονίκη ευχύμους τους καρπούς της πίστεως.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο «σοφός, παρθένος καὶ ὅσιος καί, ὡς εἰπεῖν πάγκαλός τε καὶ παναμώμητος καὶ φύσει καὶ σπουδῇ καὶ χάριτι λαμπρυνόμενος» Δημήτριος ανεδείχθη διδάσκαλος και απόστολος. Η μόρφωση και η παιδεία του με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος κατέστη «ὅπλον καὶ ἀμυντήριον ἐνυπόστατον» και οικοδομικό εργαλείο και γεωργική σκαπάνη και άροτρο και αλιευτική σαγήνη και ό,τι άλλο παρόμοιο, ώστε «οὐδεὶς εἶχεν ἀντιστῆναι τῇ τοῦ Δημητρίου σοφίᾳ καὶ τῷ Πνεύματι ὃ ἐλάλει». Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, «καταγράφων τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματός του, εκτός της Θεσσαλονίκης, την Αττική και την Αχαΐα, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη «θαῦμα ἐν λόγοις θείοις Δημήτριος καὶ εὐωδία Χριστοῦ». Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει εις την «χαλκευτικὴ στοά», σε υπόγειο του Ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, που ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο Δημόσιο Λουτρό.

Ήδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός Ερκούλιος ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ισαύρων, εκτιμώντας το λαμπρόν, περίδοξον και περίβλεπτον γένος του Δημητρίου, ως επίσης και τις αρετές που συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατον και αυθέντην όλης της Ελλάδος δίνοντάς του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και τον υπατικό ωρατίωνα, τα οποία έφερε σαν διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και σαν μυστικά σύμβολα της διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του εχάρισε ο αληθινός και Ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.

Ο Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες και τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διέβαινε. Ήλθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον Πονηρό και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά τού είπαν: «Μεγαλειώτατε, σε παρακαλούμεν να μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν πως ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη με το βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει εις τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν. Και καθημερινώς ακούνε τους πλανεμένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν τη θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί».

Ο βασιλιάς, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, κατ’ αρχάς λυπήθηκε, διότι θα έχανε τέτοιο άνθρωπο, έπειτα όμως θέλοντας να διαπιστώσει και ο ίδιος την αλήθεια, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Πήγαν οι άνθρωποι του βασιλιά στην «Καταφυγήν» και βρήκαν τον Άγιο καθήμενον και διδάσκοντα τον λόγο του Θεού, οπότε τον άρπαξαν αμέσως και τον παρουσίασαν στον βασιλιά. Ο Άγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου, αλλά με χαρά στάθηκε μπροστά του. Ο βασιλιάς λέγει προς τον Δημήτριον: «Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Έτσι ήλπιζα να με τιμάς και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ ούτε ένα μίλι δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσεις;». Ακούσας αυτά ο Άγιος απήντησε: «Βασιλιά μου, εγώ τιμώ την βασιλεία σου, τιμώ όμως περισσότερο από εσένα τον Θεό του ουρανού και της γης, ο οποίος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου». «Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;». Ο Άγιος απήντησε: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλιάς του λέγει πάλι: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και διά τούτο δεν καταδέχεσαι εμάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλό είδες από τον Χριστό σου και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Ζευς, ο Απόλλων και οι λοιποί, αλλά ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε εμάς, αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι προς του μεγάλους θεούς και εμάς; Εγώ λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά την μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με πολλά βάσανα, για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα». Ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα οποία με απειλείς εγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση, διότι αυτά θα μου χαρίσουν την βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή». Ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά εναντίον του Δημητρίου. Έπειτα όμως, θέλοντας να ταπεινώσει τη γνώμη του, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθεί και φυλακισθεί, θ’ αναγκασθεί να αλλάξει γνώμη. Πήραν οι στρατιώτες τον Άγιο και τον οδήγησαν σε τόπο ακάθαρτο, δηλαδή σε λουτρό παλαιό στα υπόγεια του οποίου εχύνοντο απόνερα. Εισερχόμενος ο Άγιος στον τόπο εκείνο είδε μπροστά του έναν μεγάλο σκορπιό, ο οποίος προσπαθούσε να τον κεντρίσει. Ο Άγιος εποίησε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Αυτό είπε και πάτησε εκείνον τον σκορπιό και αμέσως εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου επάνω αυτού κρατώντας στεφάνι χρυσό και είπε προς αυτόν: «Χαίρε Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρος. Ο Άγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, παρηγορούμενος υπό του Θεού.

Ο παράνομος βασιλιάς έχαιρε να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή τη συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά έβαζαν τους ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλον και όποιος νικούσε σε ένα από αυτά τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό, για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ένας από αυτούς που πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από την πόλη Ουάνδηλα της Σκυθίας. Ήταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του, για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Επιπλέον δε ο βασιλιάς για τις νίκες του του χάριζε πλούσια δώρα.

Κάποιος νέος από τη Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Άγιος Νέστορας, ο οποίος ήταν κρυφός χριστιανός και μαθητής του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαίο να φονεύει τους ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεού, πήγε στο λουτρό που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείο του Σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Ανεχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο όπου γινόταν ο αγώνας της πάλης και αμέσως φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο». Ο βασιλιάς, ο οποίος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις είδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, είκοσι περίπου ετών, μήνυσε σε αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε: «Νεανία, δεν λυπήθηκες την ζωή σου, αλλά ήλθες να παλέψεις με τον Λυαίο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νιάτα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από την πτωχεία να επιθυμείς τον θάνατό σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο, για να μη θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μην απολέσεις τη ζωή σου». Ο Νέστορας απάντησε στον βασιλιά: «Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, αλλά και πλούτο έχω και τ ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαίο, για να λάβω τιμή. Διότι, αν και είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος από τον Λυαίο, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε. Ο Άγιος Νέστωρ αμέσως πλησίασε τον Λυαίο, έρριψε το επανωφόριό του και φώναξε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδιάς του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πώς τον θανάτωσες;» Ο Άγιος Νέστορας απεκρίθη: «Εγώ, βασιλιά μου, δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τους άρχοντες, τον Μαρκιανό, να εκβάλει τον Νέστορα έξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.

Ο βασιλιάς με λύπη ανεχώρησε για το παλάτι μονολογώντας: «Μα τη δύναμη των μεγάλων θεών, από μαγείες φονεύθηκε σήμερα ο φίλος μου ο Λυαίος». Μόλις έμαθε ότι ο Λυαίος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τους στρατιώτες να υπάγουν στο λουτρό και να φονεύσουν τον Άγιο Δημήτριο: «ὁ φιλῶν με, ἀπελθών, βαλέτω Δημήτριον». Επήγαν οι στρατιώτες και ελόγχευσαν τον Άγιο με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα. Ο πρώτος λογχισμός ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Άγιος ύψωσε μόνος του στην δεξιά του χείρα, για να τον λογχεύσουν. Με αυτό το μαρτύριο ετελειώθη ο Άγιος Δημήτριος. Ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν κρυφά, για τον φόβο του βασιλιά, στο λουτρό εκείνο και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος εις το οποίο ετελειώθη.

Κάποιος άλλος μαθητής του Αγίου, ο Λούπος, ο οποίος βρισκόταν εκεί κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου από το δεξί του δάχτυλο και πήρε το μανδήλιο του και το επανωφόριο του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρος και με αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους ιάτρευε και δαιμονισμένους εθεράπευε. Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπο σε κάποιον τόπο ονομαζόμενο Τριβουάλιον.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ετελειώθη «ὁ αὐτόχθων ἡμῖν καὶ ἡμεδαπὸς Πολιοῦχος, τὸ μέγα τῆς οἰκουμένης θαῦμα, τὸ μέγα τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας ὡράΐσμα, ὁ πολὺς τὰ πάντα καὶ θαυματουργὸς καὶ Μυροβλήτης Δημήτριος». Ο Πανένδοξος και Καλλίνικος Μάρτυς υπήρξε «ἠγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς ἢ παῖς ἢ φίλος ἄκρος καὶ οἰκειώτατος», ομοιάζοντας προς Αυτόν ως προς τα μαρτύρια τα οποία υπέστη, την απέραντη καρτερία του και ως προς την διδαχήν την οποίαν ανέλαβε«κατὰ χάριν τοῦ Δεσπότου μίμησιν». Ο μαρτυρικός του θάνατος ωνομάσθη «Χριστομίμητος σφαγή», διότι, ως αναφέρει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας απευθυνόμενος προς τον Άγιον: «Ἐμαρτύρησεν ἐκεῖνος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, ἐμαρτύρησας καὶ αὐτὸς τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐκείνῳ. Δεδεμένον ἔμαθες ἐδέθης αὐτός. Ἐδέξατο τῇ πλευρᾷ τὴν πληγὴν ὁ Δεσπότης καὶ σὺ τούτῳ τῷ μέρει τὰς πληγὰς ἐκείνας ἐδέξω. Ὑπὲρ ἀνθρώπων ἐκεῖνος εἵλετο τὴν τελευτὴν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἐτελεύτησας αὐτός. Ὦ Χριστοῦ μὲν ἑταῖρε, Χριστοῦ δὲ μιμητά». «Πᾶσα δὲ ἡ πόλις παρρησιαζόμεθα τὴν εὐσέβειαν, ἐπὶ τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Μεγάλου Δημητρίου καυχώμενοι». Και αυτό διότι ο μέγας εν τοις αγίοις αυτού Θεός ημών θέλων να αντιδοξάσει τον δοξάσαντα Αυτόν Μάρτυρα οικονόμησε, ώστε να αναβλύσει η αγάπη του Αγίου χαρίζοντας την ίασιν εκ των σωματικών και ψυχικών ασθενειών δια του μύρου που άρχισε να εκρέει από το λογχισμένο πάναγνο σώμα του Αθλοφόρου.

Μπροστά λοιπόν σε μια τέτοια αγάπη και στις τόσες δωρεές του Μάρτυρα «τίς ἡμῖν ἰσχὺς πρὸς ἀνταπόδοσιν πολλαπλασιάζομεν αὐτῷ τὴν πανήγυριν»,ώστε το Μαρτύριο του Αγίου να μην σταματά τον θαυμασμό και μόνον των πιστών εγκωμιαστών του, αλλά και να ενεργεί μυστικώς στην καρδιά του κάθε χριστιανού, ούτως ώστε ο πιστός να μιμείται έργῳ πλέον τον Άγιον, διότι κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας «τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις αὐτοῦ».

Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΑΓΟΣ




Μια φορά κι έναν καιρό, ένας λύκος τριγυρνούσε πεινασμένος, μήπως βρει κάτι να φάει. Ξαφνικά, είδε από μακριά έναν τράγο σκαρφαλωμένο σε κάτι κατσάβραχα να τρώει αμέριμνος. Έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί και προσπάθησε να σκαρφαλώσει κι αυτός αλλά μάταια. Τα βράχια ήταν πολύ μυτερά.

«Εδώ χρειάζεται πονηριά», σκέφτηκε ο λύκος και ξερογλείφτηκε. Σήκωσε το κεφάλι του και φώναξε στον τράγο:
– Φίλε, καλύτερα να κατέβεις κάτω. Εκεί ψηλά που βρίσκεσαι, μπορεί να ζαλιστείς και να πέσεις.

Ο τράγος όμως, δεν έδωσε καμιά σημασία στα λόγια του λύκου και συνέχισε να τρώει αμέριμνος. Ο λύκος όμως δεν απογοητεύτηκε.
– Φίλε, φυσάει πολύ εκεί πάνω που είσαι. Θα αρρωστήσεις σίγουρα, καημένε, φώναξε με την πιο γλυκιά φωνή του.



Ο τράγος πάλι δεν αντέδρασε.
– Ξέρεις κάτι; έκανε άλλη μια προσπάθεια ο λύκος, το χορτάρι εδώ κάτω στο λιβάδι είναι πολύ πιο νόστιμο από αυτό που βόσκεις εκεί πάνω στα κατσάβραχα. Δεν ξέρεις τι χάνεις που δεν το δοκιμάζεις!

Τότε ο τράγος για πρώτη φορά σταμάτησε να τρώει, κοίταξε τον λύκο και είπε σιγανά:
– Δεν με φωνάζεις για να φάω εγώ, αλλά για να φας εσύ!

Ο λύκος απογοητευμένος, ξέροντας πλέον ότι σίγουρα δε θα μπορούσε να ξεγελάσει τον τράγο, πήγε αλλού να ψάξει για τροφή. Και ο τράγος συνέχισε να μασουλά το χορτάρι του σκαρφαλωμένος στα κατσάβραχα, αναλογιζόμενος ότι όλοι θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, για να μπορούμε να διακρίνουμε τους αληθινούς μας φίλους από αυτούς που μας κάνουν τους φίλους από συμφέρον.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 22-10-2017




ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Προς Γαλάτας (α΄ 11-19)
Αδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.

Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.
Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, σᾶς κάνω γνωστόν ὅτι τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἐκηρύχθηκε ἀπὸ ἐμέ, δὲν εἶναι ἀνθρώπινον, διότι οὔτε τὸ ἐπῆρα οὔτε τὸ ἐδιδάχθηκα ἀπὸ ἀνθρώπους ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχετε ἀκούσει, βέβαια, τὴν ἄλλοτε διαγωγήν μου εἰς τὸν Ἰουδαϊσμόν, ὅτι δηλαδὴ ὑπερβολικὰ κατεδίωκα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πολεμοῦσα. Καὶ εἶχα μεγαλύτερες προόδους εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἀπὸ πολλοὺς συνομηλίκους συμπατριώτας μου, μὲ τὸν ὑπερβολικὸν ζῆλον ποὺ ἔδειχνα διὰ τὰς πατρικάς μου παραδόσεις. Ὅταν ὅμως εὐδόκησε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ξεχώρισε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου καὶ μὲ ἐκάλεσε διὰ τῆς χάριτός του, νὰ ἀποκαλύψῃ μέσα μου τὸν Υἱόν του, διὰ νὰ κηρύττω αὐτὸν εἰς τὰ ἔθνη, ἀμέσως δὲν συμβουλεύθηκα ἀνθρώπους, οὔτε ἀνέβηκα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ ἐμέ, ἀλλ’ ἔφυγα εἰς τὴν Ἀραβίαν καὶ πάλιν ἐπέστρεψα εἰς τὴν Δαμασκόν. Ἔπειτα, ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ γνωρίσω τὸν Πέτρον καὶ ἔμεινα κοντά του δέκα πέντε ἡμέρας. Ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα παρὰ τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφόν τοῦ Κυρίου.



ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κατά Λουκάν (η΄ 26–39)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ελθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.
Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.


Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό ἐκείνο, κατέπλευσε ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν χῶραν τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν συνήντησε κάποιος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος εἶχε δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια· δὲν ἤτανε ντυμένος καὶ δὲν ἔμενε σὲ σπίτι ἀλλὰ εἰς τὰ μνήματα. Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἔκραξε καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ μὲ δυνατὴν φωνὴν εἶπε, «Τί ἐπεμβαίνεις σ’ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς». Διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Πολλὲς φορὲς τὸν ἔπιανε καὶ τότε τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ χειροπέδες καὶ τὸν ἐφύλαγαν. Αὐτὸς ὅμως ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ἐφέρετο ἀπὸ τὸ δαιμόνιον εἰς τὰς ἐρήμους. Τὸν ἐρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς, «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Λεγεών», διότι εἶχαν μπῆ πολλὰ δαιμόνια μέσα του, καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴ τὰ διατάξῃ νὰ πᾶνε εἰς τὴν ἄβυσσον. Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ μία ἀγέλη ἀπὸ χοίρους ποὺ ἔβοσκε εἰς τὸ βουνό. Καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ μποῦν εἰς ἐκείνους. Καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμπῆκαν εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὥρμησε ἡ ἀγέλη πρὸς τὸν κρημνὸν καὶ ἔπεσε εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγηκε.
Ὅταν οἱ βοσκοὶ εἶδαν τί συνέβη, ἔφυγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τὴν ὕπαιθρον. Ἐβγῆκαν δὲ μερικοί νὰ ἰδοῦν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὑρῆκαν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῆ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ντυμένος καὶ σωφρονισμένος, καὶ ἐφοβήθηκαν. Αὐτόπται μάρτυρες ἐπίσης τοὺς εἶπαν πῶς ἐθεραπεύθηκε ὁ δαιμονισμένος. Τότε ὅλος ὁ πληθυσμὸς τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν τὸν παρεκάλεσε νὰ φύγῃ ἀπ’ αὐτούς, διότι κατείχοντο ἀπὸ φόβον μεγάλον. Αὐτὸς τότε ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐπέστρεψε.

Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῆ τὰ δαιμόνια, παρεκάλεσε νὰ μείνῃ μαζί του, ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε νὰ φύγῃ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια, «Γύρισε εἰς τὸ σπίτι σου καὶ διηγοῦ ὅσα σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός». Καὶ ἔφυγε καὶ ἔλεγε εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς.

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Ας προσπαθούμε να μένουμε αμόλυντοι από το ρύπο της αμαρτίας.



Ο Θεός βρίσκεται παντού. Και σαν βρει καρδιά που δεν Του εναντιώνεται, καρδιά ταπεινή, μπαίνει μέσα της και τη γεμίζει χαρά. Τόση είναι η χαρά της καρδιάς που έχει μέσα της το Θεό, ώστε κολλάει πάνω Του και δεν θέλει ποτέ να Τον αποχωριστεί. Σε καρδιά φουσκωμένη από εγωισμό δεν πλησιάζει ο Κύριος. Κι έτσι αυτή καταθλίβεται, μαραζώνει και σιγολιώνει, βυθισμένη στην άγνοια, τη λύπη και το σκοτάδι. Όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, μόλις στραφούμε με μετάνοια και πόθο προς τον Κύριο, η θύρα της καρδιάς μας ανοίγει σ’ Εκείνον.

Η εσωτερική ακαθαρσία ξεχύνεται έξω, για να παραχωρήσει τη θέση της στην καθαρότητα, την αρετή, τον ίδιο το Σωτήρα, τον μεγάλο Επισκέπτη της ψυχής, τον κομιστή της χαράς, του φωτός, του ελέους. Θείο δώρο είναι αυτή η ευλογημένη κατάσταση, όχι δικό μας κατόρθωμα. Και αφού είναι δώρο, πρέπει να ευχαριστούμε το δωρητή με ταπείνωση. Ταπείνωση! Η βάση κάθε αρετής και η προϋπόθεση της πνευματικής καρποφορίας! Έχετε ταπείνωση; Έχετε το Θεό. Τα έχετε όλα! Δεν έχετε ταπείνωση; Τα χάνετε όλα! Να συντηρείτε, λοιπόν, στην καρδιά σας το αίσθημα της ταπεινοφροσύνη ς. Η φυσική και ομαλή σχέση μας με το Θεό προϋποθέτει καρδιά έμπονη, συντετριμμένη και ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σ’ Αυτόν, καρδιά που μυστικά αναφωνεί κάθε στιγμή: “Κύριε, εσύ τα γνωρίζεις όλα· σώσε με!”.

Αν παραδοθούμε στα χέρια Του, η σοφή και άγια βουλή Του θα κάνει μ’ εμάς και σ’ εμάς ό,τι είναι πρόσφορο για τη σωτηρία μας… Το έργο της αδιάλειπτης προσευχής δεν είναι μόνο για τους ησυχαστές, αλλά για όλους τους χριστιανούς, στους οποίους ο Κύριος, μέσω του αγίου αποστόλου, παραγγέλλει: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Υπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχής μέχρι την αδιάλειπτη. Όλες είναι έργο του Θεού, που παρακολουθεί τις καρδιές των ανθρώπων εξίσου, ανεξάρτητα από την ιδιότητα τους ως μοναχών ή κοσμικών. Και όταν μια καρδιά, όποια κι αν είναι, στρέφεται σ’ Αυτόν, την πλησιάζει με αγάπη και ενώνεται μαζί της.

Πώς διατηρείται στην καρδιά ο φόβος του Θεού
Ο φόβος του Θεού είναι γέννημα της πίστεως και προϋπόθεση της πνευματικής προκοπής. Όταν εγκατασταθεί στην καρδιά, σαν τον καλό νοικοκύρη τα ταχτοποιεί όλα. Έχουμε φόβο Θεού; Αν ναι, ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο, που μας τον έδωσε, και ας τον φυλάξουμε σαν πολύτιμο θησαυρό. Αν, όμως, δεν τον έχουμε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον αποκτήσουμε, γνωρίζοντας ότι για την έλλειψή του ευθύνονται η απροσεξία και η αμέλειά μας. Από το φόβο του Θεού γεννιέται η μετάνοια, η συντριβή, το πένθος για τις αμαρτίες. Μακάρι το αίσθημα αυτό, ο πρόδρομος της σωτηρίας, να μην απομακρύνεται ποτέ από την καρδιά! Για να διατηρηθεί μέσα μας ο φόβος του Θεού, πρέπει να κρατάμε αδιάλειπτη τη μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως, ενωμένη με τη συναίσθηση της παρουσίας του Κυρίου: Ο Θεός είναι πάντα κοντά μας και μέσα μας, βλέποντας, ακούοντας και γνωρίζοντας τα πάντα, ακόμα και τους πιο κρυφούς λογισμούς μας.

Όταν αυτή η τριάδα -φόβος Θεού, μνήμη θανάτου, συναίσθηση θείας παρουσίας- εγκατασταθεί μέσα μας, τότε η προσευχή ξεχύνεται από την καρδιά αυθόρμητα· τότε η ελπίδα της σωτηρίας γίνεται στερεή. Το φόβο του Θεού τίποτα δεν τον διατηρεί τόσο, όσο η μνήμη της φοβερής Κρίσεως. Η μνήμη, όμως, αυτή δεν πρέπει να μας δημιουργεί αθυμία, αλλά να μας εμπνέει αγωνιστικότητα και μετάνοια.



Ας προσπαθούμε να μένουμε αμόλυντοι από το ρύπο της αμαρτίας. Κι αν κάποτε-κάποτε αμαρτάνουμε, ας καθαριζόμαστε με την Εξομολόγηση. Έτσι, ελπίζοντας πάντα στο έλεος του Θεού, δεν θα λιποψυχούμε. Ο Κριτής μας, άλλωστε, είναι σπλαχνικός και φιλάνθρωπος. Δεν ψάχνει να βρει κάτι για να μας καταδικάσει. Απεναντίας, ψάχνει κάτι, το παραμικρό, για να μας δικαιώσει. Θεός και συνείδηση.

Αν εγκάρδια αποφασίσετε να υπακούετε πάντοτε στον Κύριο και μ’ ολόκληρη την πολιτεία σας να ευαρεστείτε Εκείνον μόνο, κι αν ύστερα, σε κάθε αδιέξοδο και κάθε ανάγκη σας, στρέφεστε με πίστη και αφοσίωση πάλι σ’ Εκείνον μόνο, τότε να είστε βέβαιος ότι όλα στη ζωή σας, τόσο την πνευματική όσο και την εγκόσμια, θα εξελίσσονται με επιτυχία. Είναι μεγάλο πράγμα να συνειδητοποιήσει κανείς ότι χωρίς το Θεό τίποτα δεν μπορεί να κάνει και, αφού το συνειδητοποιήσει, να καταφεύγει με εμπιστοσύνη στη βοήθειά Του.

Εκείνον μόνο, κι αν ύστερα, σε κάθε αδιέξοδο και κάθε ανάγκη σας, στρέφεστε με πίστη και αφοσίωση πάλι σ’ Εκείνον μόνο, τότε να είστε βέβαιος ότι όλα στη ζωή σας, τόσο την πνευματική όσο και την εγκόσμια, θα εξελίσσονται με επιτυχία. Είναι μεγάλο πράγμα να συνειδητοποιήσει κανείς ότι χωρίς το Θεό τίποτα δεν μπορεί να κάνει και, αφού το συνειδητοποιήσει, να καταφεύγει με εμπιστοσύνη στη βοήθειά Του.

Η συνείδηση πρέπει να κατευθύνει σωστά τη ψυχή και να την πληροφορεί αλάθητα για το αγαθό σε κάθε περίσταση. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να το κάνει, αν δεν είναι καθαρή και φωτισμένη. Ας την καθαρίσουμε, λοιπόν, με την άσκηση και την τήρηση των εντολών του Κυρίου, που απαλλάσσουν την καρδιά από τα πάθη, και ας τη φωτίσουμε με το θείο φως, μελετώντας το Ευαγγέλιο. Από κει θα αντλήσουμε τους σοφούς κανόνες, με τους οποίους θα χειραγωγήσουμε τη συνείδησή μας στο άγιο θέλημα του Θεού.

Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής»

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 8-10-2017





Αποστ. Ανάγνωσμα: Β΄ Κορ θ 6-11
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ᾿ εὐλογίαις ἐπ᾿ εὐλογίαις καὶ θερίσει. ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός.
Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι᾿ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί, νὰ ἔχετε τοῦτο ὑπ’ ὄψιν: ὅτι ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει μὲ οἰκονομίαν, θὰ θερίσῃ καὶ μὲ οἰκονομίαν, καὶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει μὲ ἀφθονίαν, θὰ θερίσῃ καὶ μὲ ἀφθονίαν. Ὁ καθένας ἂς δίνῃ ὅ,τι τοῦ λέγει ἡ καρδιά του, ὄχι μὲ λύπην ἢ ἀναγκαστικά, διότι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν χαρωπὸν δωρητήν.
Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ σᾶς χορηγήσῃ κάθε δῶρον μὲ ἀφθονίαν ὥστε, ἔχοντες πάντοτε αὐτάρκειαν εἰς τὸ κάθε τι, νὰ δίνετε μὲ ἀφθονίαν γιὰ κάθε καλὸν ἔργον, καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἐσκόρπισε, ἔδωκε εἰς τοὺς πτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του μένει αἰωνίως.
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ χορηγεῖ σπόρον εἰς τὸν σπορέα καὶ ψωμὶ διὰ τροφήν, θὰ χορηγήσῃ καὶ θὰ πληθύνῃ τὸν σπόρον σας καὶ θὰ αὐξήσῃ τοὺς καρποὺς τῆς ἀγαθοεργίας σας, ὥστε πλουτιζόμενοι μὲ κάθε τρόπον θὰ μπορῆτε νὰ ἀσκῆτε κάθε εἴδους γενναιοδωρίαν, ἡ ὁποία διὰ μέσου ἡμῶν παράγει εὐχαριστίαν εἰς τὸν Θεόν.



Κυριακή Γ’ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. 7, 11-16
Πρωτότυπο Κείμενο
Τω καιρώ εκείνω, επορεύετο ο Ιησούς εις πόλιν καλουμένην Ναΐν˙ και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς. Ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτή. Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή· Μη κλαίε· και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι. Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού. Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες οτι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και οτι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού.


Νεοελληνική Απόδοση
Εκεινό τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ηταν χήρα. Κόσμος πολύς απο την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαίς». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίευψε δέος και δόξαζαν τον Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσα μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει τον λαό του!».

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Μία Αληθινή ιστορία για κατακρίσεις και κουτσομπολιά.





Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα.

Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.

Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.

Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε να φύγει.

Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.

Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.

Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.

«Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν την ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»;

Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο…κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».

Ο ιερέας μετά την σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!

Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω».

Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και τις είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό»!!!

Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων.

Υποδοχή Ιερού Λειψάνου Αγίου Γεωργίου και Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών από 25/10 έως 30/10 μηνός Οκτωβρίου

  ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΩΚΙΔΟΣ Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Πολυδρόσου  Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών  Από 25/10/2023 Έως 30/10/2023 Τετάρτη ...