Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Κυριακή του Τυφλού. Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;


Την έκτη Κυριακή από το Πάσχα εορτάζουμε το θαύμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού στον εκ γενετής τυφλό (Ιω. 9:1-38).
Και αυτό το θαύμα έγινε με υγρό, όπως και της Σαμαρείτιδος και του Παραλύτου, και έγινε ως εξής.
Καθώς ο Χριστός συζητούσε με τους Ιουδαίους και απεδείκνυε τον εαυτό του ίσο με τον Πατέρα και είπε: «Πριν να γεννηθεί ο Αβραάμ εγώ υπάρχω» (Ιω. 8:58), εκείνοι πήραν πέτρες για να ρίξουν εναντίον του.
Ο Ιησούς όμως, φεύγοντας από εκεί, βρίσκει τον Τυφλό που παραπατούσε. Έτσι είχε γεννηθεί, έχοντας μόνο τη θέση και τις κοιλότητες των ματιών.
Καθώς λοιπόν ο Σωτήρας τον βρήκε να είναι έτσι, οι μαθητές –που Τον είχαν ακούσει να λέει στον παράλυτο: «Πρόσεξε, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις πια» (Ιω. 5:14) και: «Η αμαρτία των γονέων πέφτει στα παιδιά» (Εξ. 20:5)– Τον ρώτησαν:
– Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;
Μάλιστα επικρατούσε κάποια επικούρεια δοξασία ότι οι ψυχές προϋπάρχουν ως άυλες οντότητες και επειδή αμάρτησαν μπαίνουν στα υλικά σώματα. Όλα αυτά ο Χριστός τα αναίρεσε λέγοντας:
– Όχι γι’ αυτούς τους λόγους, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού, δηλαδή εμού.
Γιατί εδώ δεν γίνεται λόγος για τον Πατέρα, και το «για να» εδώ σημαίνει απόφαση και όχι αιτία (δηλαδή δεν γεννήθηκε τυφλός για να δείξει ο Χριστός τη θεϊκή του δύναμη, αλλά επειδή γεννήθηκε τυφλός ενήργησε ο Χριστός σ’ αυτόν το έργο της παντοδυναμίας Του).
Και αφού το είπε αυτό ο Χριστός, έφτυσε κάτω και έκανε πηλό και τον έβαλε πάνω στη θέση των ματιών του και τον πρόσταξε να πάει στην πηγή του Σιλωάμ και να νιφθεί, για να δείξει ότι Αυτός είναι που πήρε στην αρχή της δημιουργίας χώμα από τη γη και έπλασε τον άνθρωπο.
Και επειδή απ’ όλα τα μέλη του σώματος το μάτι είναι το πιο σημαντικό, έπλασε τα μάτια που δεν υπήρχαν, δείχνοντας έτσι ότι Αυτός είναι που δίνει την ενέργεια και στην ψυχή.
Δεν χρησιμοποίησε δε νερό, αλλά φτύσμα, για να γνωρίσουμε ότι όλη η χάρη πήγαζε από το στόμα Του, και επειδή σκόπευε να τον στείλει στο Σιλωάμ. Και τον προέτρεψε να νιφθεί, για να μη νομίζει κανείς ότι από τη γη εκείνη και από τον πηλό θεραπεύτηκε.
Τον έστειλε μάλιστα στο Σιλωάμ, για να έχει πολλούς μάρτυρες της θεραπείας του· γιατί καθώς πήγαινε με τα μάτια χρισμένα με πηλό, θα συνάντησε πολλούς.
Μερικοί λένε ότι καθώς νίφθηκε, δεν απέβαλε τον πηλό που είχε δημιουργηθεί με το φτύσμα, αλλά ο ίδιος αυτός πηλός, με το που δέχθηκε πάνω του το νερό, μετασχηματίστηκε και δημιουργήθηκαν μάτια.
Η λέξη Σιλωάμ ερμηνεύεται «απεσταλμένος» διότι αυτή η κολυμβήθρα βρισκόταν έξω από την πόλη της Ιερουσαλήμ.
Την εποχή του βασιλιά Εζεκία, όταν εχθροί πολιόρκησαν στην πόλη και κατέλαβαν το Σιλωάμ, το νερό χάθηκε από εκεί. Και πριν αυτοί που βρίσκονταν μέσα στην πόλη σκάψουν πηγάδια και λάκκους για να έχουν νερό, αν κάποιος αποστελλόταν με την προσταγή τού προφήτη Ησαΐα, το νερό έτρεχε πάλι άφθονο και αυτός έπαιρνε νερό. Αν όμως κάποιος πήγαινε από μόνος του ή πήγαινε κάποιος εχθρός, το νερό χανόταν. Και από τον προφήτη έτσι γινόταν.
Για να δείξει λοιπόν και ο Χριστός ότι και Αυτός είναι από τον Θεό, γι’ αυτό απέστειλε εκεί τον τυφλό και αμέσως ακολούθησε η όραση.
Μερικοί πάλι νόμισαν ότι Σιλωάμ σημαίνει «απεσταλμένος» και γι’ αυτόν τον τυφλό, τον οποίο απέστειλε ο Χριστός.
Ο τυφλός λοιπόν, αφού νίφθηκε, απέκτησε μάτια με κάποια ανείπωτη δύναμη, χωρίς ούτε ο ίδιος να εννοήσει το μυστήριο που του συνέβη.
Οι γείτονες και οι γνωστοί του, όταν τον είδαν ξαφνικά να βλέπει, αμφέβαλλαν, εκείνος όμως βεβαίωνε ότι είναι ο πρώην τυφλός. Και όταν τον ρωτούσαν πώς βρήκε το φως του, διεκήρυττε ότι ο Χριστός τον θεράπευσε!
Οι Φαρισαίοι, όταν άκουσαν το παράδοξο αυτό θαύμα, πάλι βλασφημούσαν τον Σωτήρα επειδή τάχα δεν τηρεί το Σάββατο. Γιατί όπως φαίνεται και το θαύμα στον τυφλό έγινε το Σάββατο. Και ανάμεσά τους έγινε σχίσμα, καθώς άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι από τον Θεό και αυτό πιστοποιείται από τα θαύματα που έχει κάνει, και άλλοι ότι δεν είναι από τον Θεό γιατί δεν τηρεί το Σάββατο.
Αυτοί που είχαν μια ευνοϊκή διάθεση απέναντί Του, ρώτησαν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;» Κι εκείνος διακήρυξε τον Χριστό ως προφήτη, πράγμα που γι’ αυτούς ήταν το πιο σημαντικό.
Οι άλλοι πάλι δεν πίστευαν ότι ήταν πράγματι τυφλός και ο Χριστός του χάρισε τη θεραπεία, γι’ αυτό κάλεσαν και τους γονείς του, ίσως μη έχοντας εμπιστοσύνη στους γείτονες. Έτσι, ενώ ήθελαν μάλλον να αποκρύψουν το γεγονός αυτό, το έκαναν περισσότερο φανερό, καθώς οι γονείς του τα επιβεβαίωσαν όλα, αν και, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι, τους είπαν να ρωτήσουν εκείνον αφού είναι ενήλικος.
Αλλά αυτοί και πάλι είπαν στον τυφλό: «Δόξασε τον Θεό», γιατί από εκεί τάχα ήταν η θεραπεία και όχι από τον Χριστό· «αυτός είναι αμαρτωλός, επειδή καταλύει το Σάββατο».
Ο τυφλός, θέλοντας να δηλώσει με έργα ότι ο Χριστός είναι Θεός, απάντησε: «Αυτό δεν το ξέρω· ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός, με τη βοήθειά Του βλέπω».
Πάλι τον ρώτησαν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
Αυτός όμως αγανάκτησε και δεν είπε λεπτομέρειες, αλλά τόνισε ότι, αν Αυτός δεν ήταν από το Θεό, δεν θα έκανε τέτοιο θαύμα.
Αμέσως εκείνοι τον έβρισαν, επειδή ομολόγησε ότι είναι μαθητής Εκείνου και διότι είπε: «Κανείς δεν άνοιξε τα μάτια ανθρώπου γεννημένου τυφλού». Γιατί και άλλοι άνοιξαν τα μάτια τυφλών, κανείς όμως δεν άνοιξε τα μάτια γεννημένου τυφλού.
Και αφού τον περιγέλασαν, τον έδιωξαν από την συναγωγή.
Μετά από αυτά ο Ιησούς τον συνάντησε και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;»
Ο πρώην τυφλός, αφού έμαθε ποιος είναι αυτός που μιλά μαζί του και βλέποντάς Τον –γιατί δεν Τον γνώριζε προηγουμένως, επειδή ήταν τυφλός– Τον προσκύνησε και έγινε μαθητής Του, διακηρύττοντας την ευεργεσία.
Το θαύμα αυτό μπορεί να ειπωθεί και αλληγορικά:
Τυφλός είναι ο λαός των εθνών, τον οποίον βρήκε ο Χριστός καθώς περνούσε –καθώς δηλαδή ήταν στη γη και όχι στον ουρανό· ή και διότι ήρθε για τον εβραϊκό λαό, παροδικά όμως πήγε και στα έθνη.
Και αφού έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, πρώτα τους έχρισε –δηλαδή τους δίδαξε, διότι ως σταγόνα κατέβηκε στη γη (Ψαλ. 71:6) και σαρκώθηκε από την αγία Παρθένο– και στη συνέχεια παρέδωσε και το θείο Βάπτισμα, το οποίο συμβολίζει ο Σιλωάμ.
Μετά απ’ αυτά ο τυφλός που ανέβλεψε, δηλαδή ο εξ εθνών χριστιανικός λαός, μιλά με παρρησία προς όλους για τον Χριστό και καταδιώκεται και μαρτυρεί, και ύστερα ανακηρύττεται και δοξάζεται από τον Χριστό.
Με το άπειρο έλεός σου, φωτοδότα Χριστέ ο Θεός μας, ελέησε και σώσε μας. Αμήν.

ΙΕΡΟΣΥΛΟΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΚΛΕΨΕΙ ΤΑΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Ι.Μ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑΣ




Δεν χάρηκε για πολύ καιρό, ο θρασύτατος δράστης ληστείας που σημειώθηκε το μεσημέρι της Τετάρτης (29/5) στο Μοναστήρι της Προυσιώτισσας στην Ευρυτανία.



Ο ιερόσυλος εισήλθε στο χώρο όπου φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και χωρίς δισταγμό διέρρηξε το ξύλινο κυτίο αφαιρώντας χρήματα και τάματα των πιστών.
Κατά την έξοδό του έγινε αντιληπτός από εργάτες της Μονής που προσπάθησαν να τον σταματήσουν. Εκείνος όμως τους απείλησε με το διαρρηκτικό εργαλείο που κρατούσε και το έσκασε επιβιβαζόμενος σε αυτοκίνητο και φεύγοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.
Οι έρευνες από την Ασφάλεια Καρπενησίου δεν άργησαν να φέρουν καρπούς και σε συνεννόηση με συναδέλφους τους στην Αττική, εντοπίστηκε ο κακοποιός έξω από το σπίτι του σε περιοχή του λεκανοπεδίου και συνελήφθη στο πλαίσιο του αυτοφώρου. Πρόκειται για 59χρονο που έχει απασχολήσει πολλάκις τις διωκτικές αρχές.
Εντός του αυτοκινήτου του, εντοπίστηκαν διαρρηκτικά εργαλεία, αλλά και μέρος των κλοπιμαίων με μικρό χρηματικό ποσό.
Για την υπόθεση συνεχίζεται η έρευνα, ενώ για τον 59χρονο προκύπτει η εμπλοκή του και σε άλλες ανάλογες δράσεις σε ιερούς ναούς και μοναστήρια.


πηγή - Βήμα Ορθοδοξίας

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Τα όρια είναι δώρο του γονιού και του δασκάλου προς το παιδί

Τα όρια είναι δώρο του γονιού και του δασκάλου προς το παιδί. (Δρ. Κλαίρη Μαυρόματου, καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης)


Είναι πολλές φορές που οι γονείς που αναθρέφουν παιδιά προβληματίζονται στο αν η θέσπιση ορίων στην συμπεριφορά τους είναι χρήσιμη και ωφέλιμη.


Όπως διαβάζουμε και στο βιβλίο του οικογενειακού ψυχολόγου Dr Jan-Uwe Rogge «Τα παιδιά χρειάζονται όρια», τα παιδιά στην πραγματικότητα επιζητούν τα όρια και τους κανόνες. Τα έχουν ανάγκη διότι τους αρέσει η σαφήνεια. Τα όρια τους αποτελούν για αυτά προστασία, και με αυτά αισθάνονται ασφάλεια που τους αρέσει. Αντίθετα, η έλλειψη ορίων τους στερεί την πολύτιμη αυτή αίσθηση και είναι γνωστό ότι αρκετές δυσκολίες στην ανατροφή των παιδιών πηγάζουν ακριβώς από την έλλειψη ορίων.
Στο μυαλό πολλών, όμως, η έννοια των ορίων παίρνει νόημα αρνητικό διότι συνδέεται με την τιμωρία, την αποθάρρυνση, την απαγόρευση, τον ηθικό περιορισμό και την διαρκή άρνηση. Ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι γονείς διστάζουν και αποφεύγουν να θέτουν όρια στα παιδιά τους.
Ωστόσο είναι γνωστό ότι τα παιδιά με γονείς που δεν έχουν θεσπίσει και επιβάλλει όρια συμπεριφοράς, αισθάνονται συχνά μοναξιά και εγκατάλειψη. Πολλές από τις «περίεργες» συμπεριφορές τους στο σπίτι ή στο σχολείο εκφράζουν την σύγχυσή τους στην αναζήτηση του προσανατολισμού που κανείς δεν τους πρόσφερε. Ενεργούν με επιθετικούς, ή και παραβατικούς τρόπους για να προκαλέσουν την προσοχή των γονέων και δασκάλων τους. Σαν να κραυγάζουν: «Εδώ είμαι και ενεργώ έτσι, πρόσεξέ με, κοίτα με τι κάνω, βάλε μου φρένο, πες μου πού να σταματήσω».
Ο μαθητής μου ο Μάριος ήταν ένα παιδί που όλο κάτι του τύχαινε. Άλλοτε τραυματιζόταν στο ποδόσφαιρο, άλλοτε κοβόταν με το ψαλιδάκι των καλλιτεχνικών, έπεφτε από το ποδήλατο και τα γόνατά του ήταν …ζαχαροπλαστείο. Έλεγε: «Μόνο όταν μου συμβαίνει κάτι με προσέχουν.» Αναζητούσε με λάθος τρόπο την προσοχή και το ενδιαφέρον που δεν εισέπραττε διαφορετικά.
Έτσι λοιπόν, οι γονείς στο σπίτι και οι δάσκαλοι στο σχολείο οφείλουν να θέτουν όρια. Οφείλουν να κάνουν αυτό το μεγάλο δώρο προς τα παιδιά. Μέσα στο ασφαλές πλαίσιο των ορίων το παιδί θα εξερευνήσει τις δυνατότητές του, θα πειραματιστεί με τους φόβους του για να τους νικήσει, θα αναπτύξει τον αυτοσεβασμό του. Οι γονείς και οι δάσκαλοι που θέτουν όρια γίνονται σεβαστοί από τα παιδιά. Αντίθετα η μη θέσπιση ή η μη τήρηση (πράγμα ακόμα χειρότερο) των ορίων ευτελίζουν τον ενήλικα, ο οποίος χάνει έτσι την αξιοπιστία του.
Γιατί όμως ενώ οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα της θέσπισης ορίων, όταν έρχεται η στιγμή αμφιταλαντεύονται;
Μια απάντηση είναι ότι ορισμένοι γονείς έχουν βιώσει ως παιδιά τα όρια σαν μια διαδικασία αποδοκιμασίας, μείωσης και αμφισβήτησης, οπότε τώρα δεν έχουν τη δύναμη να πάρουν την πρωτοβουλία να θέσουν όρια στα δικά του παιδιά
Μια άλλη απάντηση είναι ότι οι περισσότεροι γονείς σήμερα υιοθετούν το σύγχρονο πρότυπο ανατροφής, θέλουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με ανεξαρτησία, αυτονομία και συντροφικό πνεύμα και δυστυχώς αυτό λαθεμένα το ταυτίζουν με την απουσία κανόνων και ορίων. Άλλοι μπερδεύουν την ελευθερία με την απουσία τάξης και υπευθυνότητας.
Αρκετοί γονείς επιθυμούν να είναι μόνο αρεστοί στα παιδιά τους. Σκέφτονται ότι αφού μπορεί να έχει αυτό που ζητάει, γιατί να μην το έχει; Προτιμούν να μην αντιπαρατεθούν, σπεύδουν να κάνουν αμέσως το χατίρι του παιδιού, και έτσι νομίζουν ότι κερδίζουν κι άλλους πόντους της αγάπης του. Πράγματι, αυτός που θέτει όρια παίρνει και την ευθύνη του να μην είναι πάντα αρεστός. Αυτό όμως δεν οδηγεί καλά.
Κάποιοι άλλοι γονείς, όσο κι αν φαίνεται περίεργο δεν μπαίνουν καν στον «κόπο» να βάλουν όρια και να τα τηρούν! Δεν επιθυμούν να αναλάβουν κι άλλη ευθύνη ακόμα κι αν είναι για το καλό όλης της οικογένειας. «Δεν μπορώ άλλο φόρτωμα κι άλλον προγραμματισμό» μου έλεγε μια μαμά, «Τι θα πάθει δηλαδή; Μέσα στην αγάπη μεγαλώνει!» Ναι, σύμφωνοι, μόνο που το παιδί έγινε ανεξέλεγκτο και τυραννικό και η συγκεκριμένη μαμά πλήρωσε διπλά την αποφυγή του πρώτου κόπου και μάλιστα εις βάρος του παιδιού.
Ο γονιός που θα θέσει όρια στο παιδί του, πρέπει πρώτα αυτός να τα σέβεται και να τα τηρεί. Να ένα πολύ απλό παράδειγμα: Στην μικρή Αφροδίτη θέσανε οι γονείς το όριο να πηγαίνει το βράδυ για ύπνο στις 8.30 μ.μ. Αυτό δεσμεύει και τη μαμά και τον μπαμπά. Ό, τι κι αν γίνεται στο σπίτι, ακόμα κι αν υπάρχουν φίλοι ή οικογενειακή συγκέντρωση, η ώρα αυτή πρέπει να είναι απολύτως αφιερωμένη στην μικρή. Κάποιος θα την πάρει από το χέρι να της πάει στο δωμάτιο, να αντιμετωπίσει με τέχνη (για την οποία θα γράψουμε άρθρο προσεχώς) τις ποικίλες αντιρρήσεις της, να την ετοιμάσει, να την αλλάξει, να την πλύνει και να την ηρεμήσει για να κοιμηθεί. Αν ο γονιός πρώτος δεν είναι συνεπής στο χρόνο και δεν σεβαστεί το όριο που ο ίδιος θέσπισε για το καλό και της μικρής και του ζευγαριού, γιατί να είναι σωστή η μικρούλα;
Βλέπουμε εδώ ότι η θέσπιση ορίων μπορεί να είναι επίπονη και κουραστική, να απαιτεί δύναμη και αυτοέλεγχο, καθώς και αντιπαράθεση με το παιδί. Η αντιπαράθεση όμως μπορεί να σημαίνει αποδέσμευση και ελευθερία. Αντίθετα η άνευ όρων και ορίων προστατευτική αγάπη προς τα παιδιά δημιουργεί παιδιά εξαρτημένα και καταπιεσμένα. Συνέπεια στην τήρηση των ορίων σημαίνει να δίνουμε στα παιδιά την προσοχή που τους αξίζει, να τα αναγνωρίζουμε ως συνανθρώπους μας. Ο παιδοψυχολόγος R. Dreikurs λέει ότι η θέσπιση των ορίων και η συνεπής τήρησή τους θεμελιώνει αμοιβαίο σεβασμό της αξιοπρέπειας.

Ο Εκκλησιασμός είναι απαραίτητος η οχί?


Εκτός από την προσωπική προσευχή, κρίνεται απαραίτητη η συμμετοχή του ανθρώπου στη θεία λειτουργία και τις άλλες τελετές που γίνονται στο ναό. 

Η συμμετοχή αυτή ονομάζεται εκκλησιασμός, δηλαδή συνάντηση με τους άλλους, γιατί εκκλησία = συγκέντρωση. Για την ακρίβεια, η έκφραση «πάω στην εκκλησία» δε σημαίνει πάω στο ναό, αλλά πάω να συναντήσω τους υπόλοιπους χριστιανούς, που έχουν συγκεντρωθεί στο ναό – γι’ αυτό έχει επικρατήσει να λέμε το ναό «εκκλησία», δηλαδή συγκέντρωση.


Ο εκκλησιασμός είναι απαραίτητος για δύο λόγους: α) διότι στο ναό δε γίνεται απλώς προσευχή, αλλά τελούνται και τα μυστήρια, με κυριότερο τη θεία Μετάληψη˙ παντού μπορώ να προσευχηθώ, αλλά μόνο στην εκκλησία μπορώ να μεταλάβω˙ β) διότι στο ναό θα συναντήσω τους συνανθρώπους μου, τους αδελφούς μου, και θα προσευχηθώ στο Θεό μαζί μ’ αυτούς˙ εκεί θα βρω και τους εχθρούς μου ή εκείνους που περιφρονώ ή αντιπαθώ, για να τους συγχωρήσω μέσα στην καρδιά μου, δηλαδή να τους κάνω χώρο να μπουν (συν+χωρώ = βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μ’ εσένα, και ο χώρος αυτός είναι η καρδιά μου)˙ εκεί θα προσευχηθώ γι’ αυτούς που βαφτίζονται ή παντρεύονται, ώστε να έχουν τη χάρη του Θεού στη ζωή τους, και για τους νεκρούς που κηδεύονται ή μνημονεύονται (στα μνημόσυνα), για την ανάπαυση της ψυχής τους… Αυτό σημαίνει ότι, κι αν δεν καταλαβαίνω τα λόγια της τελετής, λόγω της αρχαίας γλώσσας ή ενός κακόφωνου ψάλτη, έχει μεγάλη σημασία να προσευχηθώ εκείνη την ώρα μέσα στο ναό, μαζί με τους άλλους, ακόμη κι αν κανείς άλλος εκτός από μένα δεν προσεύχεται˙ ας προσευχηθώ εγώ, με ταπείνωση, για όλους.


Χωρίς τον εκκλησιασμό, δεν υπάρχει χριστιανική Εκκλησία, αλλά μόνο δυστυχισμένα πρόσωπα, που παλεύουν με τη μοναξιά τους και δεν πρόκειται να σωθούν ποτέ, γιατί σωτηρία δεν είναι να «πείσω» το Θεό πως είμαι δικός Του άνθρωπος, εξασφαλίζοντας μια θεσούλα στον παραδείσιο κήπο, αλλά να ενωθώ μ’ Αυτόν διά της αγάπης, πράγμα που σημαίνει και ένωση με τους συνανθρώπους μου.


Είναι φυσικό ότι, αν δεν έχω όρεξη να συγχωρήσω τον αδελφό μου ή να προσευχηθώ για τους άλλους, δεν έχω και διάθεση να πάω στο ναό. Επομένως, πηγαίνω μόνο σε ξωκλήσια, όπου δε βλέπω κανέναν και «ανάβω το κερί μου» μόνο για τον εαυτό μου ή για κείνους με τους οποίους είμαι δεμένος συναισθηματικά (τα «αγαπημένα μου πρόσωπα», σύζυγο, παιδιά φίλους, ευεργέτες –στην ουσία προεκτάσεις του εαυτού μου), ή πάω στο ναό για κοινωνικούς λόγους, για να δω κόσμο και να με δουν, να επιδείξω τον πλούτο μου ή την ομορφιά μου ή να διασκεδάσω βλέποντας με μισό μάτι τους άλλους. Αυτές είναι οι παρενέργειες του εκκλησιασμού, που οφείλονται στην ανεπάρκεια και την ανωριμότητα των χριστιανών, ιερέων και λαϊκών, και καλό είναι να μη γίνονται δικαιολογία για να μην πηγαίνουμε στην εκκλησία. Και πάλι, είναι δικαίωμά μας να μην πάμε ποτέ, αλλά είναι σπουδαιότερο δικαίωμά μας να πάμε και να ενωθούμε με το Θεό και τους αδελφούς μας σ’ εκείνο το ευλογημένο περιβάλλον.


Ας έχουμε υπόψιν ότι σε όλο τον κόσμο, κάθε Κυριακή και εορτή, τελείται μόνο μία λειτουργία, απλωμένη σε όλους τους ορθόδοξους ναούς της Γης. Η λειτουργία αυτή ενώνεται με την ουράνια λειτουργία, που τελείται μυστικά στον ουρανό, από τους αγγέλους και τους αγίους. Κατά την έναρξη της λειτουργίας, τελείται η «αγία προσκομιδή», όπου ο ιερέας σχηματίζει με μερίδες από το πρόσφορο (το ψωμί της θείας Μεταλήψεως) το σύμβολο της παγκόσμιας Εκκλησίας πάνω στο δισκάριο, από το οποίο κατόπιν θα μπει στο άγιο ποτήριο και, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, θα γίνουν όλοι αυτοί –άγγελοι, άγιοι, η Παναγία, ο Χριστός, οι ζωντανοί και οι νεκροί– το Σώμα του Χριστού, το Οποίο θα κοινωνήσουμε, όταν κοινωνήσουμε, ενώνοντας τον εαυτό μας μ’ εκείνους.



Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Υποκρισία: Το Κέλυφος του Θανάτου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)



Πόσο ὄμορφα ὁ λαός μας στά Βαλκάνια διακοσμεῖ αὐγά! Τόσο πιό ὄμορφα γιά νά στολίση τό Πάσχα. Γιά νά αὐξήση τήν χαρά τοῦ Πάσχα. Γιά νά κάνη τούς φιλοξενούμενούς του πιό εὐτυχεῖς. Κάποτε μάλιστα τά βαμμένα αὐγά ἀποτελοῦν πραγματικά ἔργα τέχνης. Ἄν τά βαμμένα αὐγά διατηρηθοῦν πάρα πολύ, σαπίζουν ἐσωτερικά καί ἀναδίδουν μιά ἀνυπόφορη δυσοσμία ἤ στό τέλος στεγνώνουν ἐντελῶς.
Τότε εἶναι πού τό χρωματισμένο κέλυφος διατηρεῖ μέσα του τόν θάνατο.
Πιό φοβερή εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅμοιοι «τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δέ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καί πάσης ἀκαθαρσίας» (Ματθ. κγ´ 27).
«Προσέχετε τήν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μή ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δέ μήγε, μισθόν οὐκ ἔχετε παρά τῷ πατρί ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. στ´ 1).
Ἡ δικαιοσύνη πού εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό, ὅπως ἀπεκαλύφθη ἀπό τόν Ἰησοῦ στό Ὄρος τῶν Μακαρισμῶν, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: ἔλεος, προσευχή, ἐμπιστοσύνη καί πίστι στόν Θεό ὡς τόν μόνο Κύριο, ἔλλειψις στενοχώριας γιά τήν αὔριο, ἀναζήτησις πρίν ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὕπαρξις πίστεως πού νά λαμβάνη ἀπό τόν Θεό ὅ,τι θέλει, νά βρίσκη ὅ,τι ζητᾶ, νά ἀνοίγη μιά κλειστή θύρα· καί ἐπίσης: νά μή κρίνης αὐστηρά, νά μή μετρᾶς μέ ψεύτικο μέτρο, ὥστε νά μή σοῦ συμβῆ παρομοίως· νά μή κοιτᾶς τό κάρφος στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ ὑποκριτικά κρύβεις τό δοκάρι στό δικό σου μάτι· νά κάνης στόν συνάνθρωπό σου ὅ,τι θά ἤθελες νά σοῦ κάνουν· ὄχι φόβος τῆς στενῆς, ἀλλά καθαρῆς καί ἁγίας ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ζωή, καί ἀποφυγή τῆς ἄνετης καί εὔκολης καί πλατειᾶς ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στόν θάνατο· ἀπόδοσις ἀγαθῶν καρπῶν στόν Θεό τόν Οἰκοκύρη, ὁ Ὁποῖος σέ φύτευσε σάν καλό δένδρο· ὄχι ὑπερηφάνια γιά τά μεγάλα σου ἔργα, ἀλλά ἐπιτέλεσις τοῦ κάθε πράγματος σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἐκπλήρωσις στήν πρᾶξι ὅλων τῶν παραγγελιῶν τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τόν τρόπο τοῦτο ἀνέγερσις τοῦ οἴκου τῆς αἰωνιότητός σου, ὅπως ἕνας σοφός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κτίζει τό σπίτι του ὄχι στήν ἄμμο, ἀλλά στόν βράχο, ὥστε οὔτε οἱ καταιγίδες, οὔτε οἱ ἄνεμοι, οὔτε οἱ βροχές νά μποροῦν νά τό βλάψουν (βλ. Ματθ., κεφ. ζ´ 24-25).
Οἱ Φαρισσαῖοι, οἱ Γραμματεῖς καί ὑποκριτές, κάνουν καθετί ἀντίθετο ἀπό τούς Λόγους καί τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐλεοῦν, τό κάνουν στά κεντρικά μέρη καί στίς ὁδούς καί δέν τό κάνουν αὐτό γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά νά βοηθήσουν τούς πτωχούς, ἀλλά μόνον γιά νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ὅταν προσεύχωνται στόν Θεό, προσεύχονται στούς δρόμους, μόνον γιά νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ὅταν νηστεύουν, κάνουν τά πρόσωπα τους νά φαίνωνται ἄσχημα καί ἀτημέλητα καί χλωμά, ὥστε καί πάλι νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλοίμονον! Κάνουν τά πάντα μόνον γιά νά τούς ἰδοῦν οἱ ἄλλοι, ὅτι εἶναι δῆθεν ἐλεήμονες, προσευχητικοί καί μεγάλοι νηστευτές.
Τά κάνουν ὅλα αὐτά καί τά κάνουν καί σήμερα γιά δύο λόγους: γιά νά λάβουν ἀπό τούς ἀνθρώπους δόξα καί χρήματα. Ὅσο γιά τόν Θεό, δέν τόν ὑπολογίζουν καθόλου, σάν νά μήν ὑπάρχη. Στήν πραγματικότητα, οἱ ὑποκριτές εἶναι ἐντελῶς οἱ πιό ἄθεοι ἄνθρωποι. Ἐξαπατώντας τούς ἀνθρώπους, λαμβάνουν αὐτό πού θέλουν, καί αὐτό εἶναι ἡ τελική πληρωμή τους. Ἀπό τόν Θεό δέν ἔχουν νά περιμένουν τίποτε, ἐπειδή δέν Τόν χρέωσαν μέ καμμιά ἀπό τίς πράξεις τους, ἀλλά ἐπέσυραν μόνον τήν ὀργήν Του.
Γι᾿ αὐτούς εἶπε ὁ Κύριος: «ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ἡσ. κθ´ 13).
Ἐφ᾿ ὅσον δέν τηροῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός, τηροῦν τό θέλημα τοῦ πατρός τοῦ ψεύδους. Ὁ πατέρας ὅλων τῶν ψευδῶν, ὁ διάβολος, τούς διδάσκει ὅτι εἶναι κανονικό, φυσικό καί λογικό νά κάνουν ἔτσι, καί ὅτι καί ἄλλοι πρίν ἀπό αὐτούς ἔκαναν ὁμοίως καί ἔζησαν θαυμάσια, κερδίζοντας ἀπό τούς ἀνθρώπους δόξα καί πλούτη. Αὐτή εἶναι ἡ καταστροφική ὁδός τοῦ κόσμου, καί ὅμως αὐτοί δέν τήν ἐγκαταλείπουν, χάριν τοῦ κόσμου. Αὐτοί, ἄθλιοι καθώς εἶναι, δέν αἰσθάνονται πόσο πολύ ὁ σατανᾶς τούς ἔχει ἐξαπατήσει μέ τέτοια ψεύδη καί πόσο πολύ ἔχει μολύνει καί ἀποξηράνει τίς καρδιές τους, πού ἀκόμη καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ γυρίζουν μέ ἀποστροφή τά πρόσωπά τους ἀπό τήν δυσωδία τῶν ψυχῶν τους.
Ὁλόκληρη ἡ ἐξωτερική τους, περιποιημένη ἐμφάνισις, εἶναι μόνον τό χρωματισμένο κέλυφος τοῦ θανάτου, ἕνας ἀσβεστωμένος τάφος. Ὅταν τούς βρῆ αὐτό πού λέμε θάνατος, ἀλλοίμονον! Αὐτό πού θά τούς ἔλθη τότε εἶναι ἡ βεβαίωσις καί ἡ σφραγίδα τῆς ἤδη ἀπό μακροῦ νεκρωμένης τους ψυχῆς.
Ἀλλά σεῖς, μήν εἶσθε ὅπως οἱ ὑποκριτές, διδάσκει ὁ Χριστός τούς ἀνθρώπους. Μήν εἶσθε σάν τούς ὑποκριτές, ὅταν ἀγαθοεργῆτε.«σοῦ δέ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ´ 3).
Μήν εἶσθε ὑποκριτές, ὅταν προσεύχεσθε στόν Θεό: «σύ δέ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖόν σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ´ 6).
Μήν εἶσθε σάν τούς ὑποκριτές, ὅταν νηστεύετε: «σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου ἐν τῷ κρυπτῷ, καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ´ 18)· «οὐ γάρ ἐστι κρυπτόν ὅ ἐάν μή φανερωθῇ, οὐδέ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν» (Μάρκ. δ´ 22).
Ὁ Θεός θά σοῦ ἀποκαλύψη μεγάλα μυστικά, τότε πού ἐσύ δέν θά τό περιμένης. Οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τό ἤξεραν αὐτό, ἀλλά οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι δέν τό ἤξεραν, καί οὔτε τό ξέρουν ἀκόμη καί σήμερα.
Οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι ἐφοβοῦντο τόν Θεό καί ἀγαποῦσαν τόν λαό τους, ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ Γραμματεῖς, οἱ ὑποκριτές, δέν φοβοῦνται τόν Θεό καί μισοῦν τόν λαό τους.
Ὁ Ἰησοῦς εὐσπλαγχνίζετο μέχρι δακρύων τόν λαόν Του (βλ. Ματθ. ιε´ 32.Μάρκ. η´ 2), τόν ὁποῖον οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Ἄρχοντες ἐξαπατοῦσαν, ὕβριζαν καί ἐκδικοῦνταν χωρίς ἔλεος. Σέ προηγούμενό Του κήρυγμα, ὁ Χριστός κήρυξε ἀνοικτά πόλεμο κατά τῆς ὑποκρισίας τους.
Καθώς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦταν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ὁ καιρός περνοῦσε, αὔξανε τόν πόλεμό Του κατά τῆς ὑποκρισίας ἐξευτελίζοντάς την, καί τῆς ὑποκρισίας τῶν θρηκευτικῶν ἀρχηγῶν τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἐξευτελίζοντάς τους ἐνώπιόν τους καί ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ Του.
Ποτέ δέν ἐξευτέλισε ὁποιουσδήποτε ἁμαρτωλούς τόσο πολύ, ὅσο ἐξευτέλισε τούς ὑποκριτές. Τελικά, ὁ ἐξευτελισμός τῆς ὑποκρισίας ἀπό τόν Ἰησοῦ, κοντά στό τέλος πλεόν τῆς ἐπιγείου παραμονῆς Του, μετεβλήθη σέ φοβερή βροντή, ἡ ὁποία κυριολεκτικά ἄστραψε καί βρόντηξε. Δέν πρέπει νά ξαφνιάζη τοῦτο αὐτούς πού γνωρίζουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπευθύνθηκε μόνον σέ μιά γενιά ἀνθρώπων, αὐτήν τῆς ἐποχῆς Του, ἀλλά πρός ὅλες τίς γενεές ἕως τέλους τοῦ κόσμου.
Καθώς ἐξευτέλιζε τούς Ἰουδαίους ὑποκριτές πρόσωπο πρός πρόσωπο, ἐξευτέλιζε ὅλους τούς ὑποκριτές ὅλων τῶν ἐποχῶν ὅλων τῶν γενεῶν.
Γιατί ἆραγε ὁ Ἰησοῦς κτύπησε τόσο σκληρά καί ἀνελέητα εἰδικά τήν ὑποκρισία; Διότι, ἡ ὑποκρισία εἶναι ἕνα σατανικό ψέμα, ἡ ὑποκρισία εἶναι σατανική ἐξ ἀρχῆς· εἶναι τό ζιζάνιο πού ἔσπειρε ὁ σατανᾶς σέ ὅλες τίς σοδειές τοῦ Θεοῦ στήν γῆ: στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, στό σπίτι του, στόν γάμο του, στήν παρέα των φίλων του, στόν λαό του καί στό ἔθνος, στήν πολιτική καί στό ἐμπόριο, στήν λύπη καί στήν χαρά, παντοῦ, σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τούς πολιτισμούς. Κανένας πολιτισμός δέν κατάφερε νά ξερριζώση τό ζιζάνιο τῆς ὑποκρισίας, ἀλλά αὐτό κατώρθωσε νά ἀφανίση πολλούς ἀπό αὐτούς. Ἄν ἕνας πολιτισμός ἔλαμπε μέ ἐξωτερική αἴγλη, ὅπως ὁ Εὐρωπαϊκός καί ὁ Ἰαπωνικός, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶχε καταστρέψει τήν ὑποκρισία, παρά ὅτι τήν εἶχε ἀποκρύψει πιό ἐπιδέξια κάτω ἀπό τό κέλυφός του, πού δέν εἶχε γραμμένο πάνω τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει μέ τά Πασχαλινά αὐγά στά Βαλκάνια. Μᾶλλον, ἔγραφε στό δικό του κέλυφος: εὐγένεια, τρόποι, σοφιστεία, λόγους δηλαδή πού οἱ δαίμονες δέν φοβοῦνται, καί ἔτσι τό ζιζάνιο τῆς ὑποκρισίας, ἀνεμπόδιστο, βλάστανε ὀργιαστικά.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, διεκήρυξε ἐξ ἀρχῆς δύο πολέμους: κατά τού σατανᾶ καί κατά τῆς ὑποκρισίας. Οἱ ἄνθρωποι Τόν ἀγαποῦσαν καί Τόν τιμοῦσαν μέ τεράστιο θεοφοβούμενο σεβασμό, ὡς Σωτῆρα. «Ἦν γάρ διδάσκων αὐτούς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καί οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς» (Ματθ. ζ´ 29).


Εκοιμήθη ο Αρχιμ. Κλήμης Ζώκαρης της Ι.Μ Δημητριάδος




Σε ηλικία 84 ετών, εκοιμήθη εν Κυρίω, την Τρίτη 28/5 ο Αρχιμ. Κλήμης Ζώκαρης, επί σειρά ετών Κληρικός της Μητρόπολης Δημητριάδος.



Οπως αναφέρει ανακοίνωση της Μητρόπολης: «Ο Μακαριστός π. Κλήμης γεννήθηκε το 1935 στην Αιδηψό. Διάκονος και Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1961 και 1962 αντίστοιχα, από τον Μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο. Διετέλεσε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Ηλίων Ευβοίας και αργότερα Δ/ντής της ξακουστής Εκκλ/κής Σχολής Βελλά στα Ιωάννινα.


Στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος διετέλεσε Αρχιερατικός Επίτροπος Ζαγοράς, Αγιάς και Αλμυρού.
Το 1998 ακολούθησε τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στην Αθήνα και διετέλεσε προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Χολαργού, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε.


Ο αείμνηστος π. Κλήμης υπήρξε αδελφός της Ιεράς Μονής Παναγίας Άνω Ξενιάς, διακρίθηκε για την ιεροκηρυκτική του διακονία, για την οξύτατη θεολογική και φιλοσοφική του σκέψη, καρπός της οποίας υπήρξε η μεγάλη συγγραφική του παραγωγή, που αφορούσε κυρίως στην θεολογία και το έργο των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.


Η Εξόδιος Ακολουθία του π. Κλήμη θα τελεστεί την Πέμπτη 30/5, στις 10π.μ. στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Χολαργού και τον Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Ιγνάτιο θα εκπροσωπήσει ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Άνω Ξενιάς, Αρχιμ. Νεκτάριος Υφαντίδης».


πηγη- βήμα Ορθοδοξίας

Τρίτη 28 Μαΐου 2019

Ορθόδοξη θεολογία και ανωτάτη θεολογική εκπαίδευση σήμερα


Το θέμα που πραγματευόμαστε είναι πολύ ευρύ και εξαιρετικά λεπτό, επειδή πέρα από μια ακίνδυνη εξωτερική περι­γραφή θα είμαστε υποχρεωμένοι να προβούμε σε κρίσεις και εκτιμήσεις μιας ζωντανής πραγματικότητας, η οποία αφορά όχι απλώς στο σήμερα αλλά σε κάποιο βαθμό προσωπικά σ’ όλους εμάς, που συνδεόμαστε άμεσα ή έμμεσα με κάποια Θεολογική Σχολή.

Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε καταρχήν με κάθε δυνατή συντομία στην εκδοχή της Ορθόδοξης θεολογίας, νοούμε­νης ως χαρισματικής, αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκ­κλησίας, και στην Ορθόδοξη θεολογική μέθοδο. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τον χαρακτήρα της ακα­δημαϊκής θεολογίας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και τη σχέση της θεολογίας αυτής με την Δυτική θεολογική σκέψη. Τον πυρήνα της εισηγήσεως θα αποτελέσει η συνθε­τική παρουσίαση κρίσεων των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για το περιεχόμενο των σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας στις μέρες μας. Θα παρουσιαστούν ορισμέ­νες συνοπτικές αποτιμήσεις μας, και, τέλος, θα επιχειρηθούν κάποιες κριτικές τοποθετήσεις για θεολογικό προβληματι­σμό, που θα μπορούσαν να δώσουν ίσως και το στίγμα της σημερινής θεολογικής αυτοσυνειδησίας μας.
α) Η Ορθόδοξη θεολογία καθεαυτήν ως χαρισματική, αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας
Όταν αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη θεολογία, την εννοούμε πρωτίστως ως αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την αποστολική και λό­για πατερική Παράδοση με την διττή εκδοχή της, ως αλή­θεια και ζωή. Στην Ορθόδδοξη θεολογία η αλήθεια είναι πράγμα, η πρόσβαση σ’ αυτήν προσωπικό γεγονός και η γνώ­ση της βιωματική, γιατί προκύπτει ως άμεση μετοχή του ανθρώπου σ’ αυτήν.
Είναι προφανές, ότι εδώ κάνουμε λόγο για την πηγαία, την πρωτογενή, την εμπειρική, την χαρισματική θεολογία, που είναι και η χαρακτηριστική της Ορθοδοξίας. Η χαρισμα­τική θεολογία, ως κατεξοχήν αυθεντική θεολογία, αποτελεί έκφραση και ερμηνεία της θεοφάνειας από τους επόπτες της θείας δόξας. Αποτελεί έκφραση της προσωπικής, υπαρξιακής εμπειρίας του ακτίστου. Έτσι, η χαρισματική θεολογία προϋ­ποθέτει την θεοπτία. Η χαρισματική αυτή θεολογία είναι διαχρονικώς παρούσα στην ιστορική φανέρωση της Εκκλησί­ας, εκφράζεται με το λόγο και τη ζωή των ζωντανών φορέων της και αποτυπώνεται στα μνημεία του πολιτισμού της Εκ­κλησίας και κατεξοχήν στον γραπτό λόγο και στην εικαστι­κή τέχνη (την εικόνα). Η χαρισματική εμπειρία του Θεού δημιουργεί την πρωτογενή θεολογία της Εκκλησίας, ανεξάρ­τητα από την απλοϊκή ή έντεχνη και λόγια εκφορά της. Η θεολογία αυτή αποτελεί κτιστή έκφραση και ερμηνεία της ζωντανής και άκτιστης αποκαλύψεως του Θεού μέσα στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα της ζωής των θεουμένων εκφραστών της. Τον εμπειρικό χαρακτήρα αυτής της θεολογίας αποτυπώνει εύγλωττα ο πρώτος θεολόγος της Εκ­κλησίας μας και ευαγγελιστής της αγάπης, άγιος Ιωάννης, ως εξής: «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν... μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν»[2].
Και επειδή η εμπειρία του ακτίστου είναι δυνατή μόνον εν αγίω Πνεύματι, η έκφραση αυτής της εμπειρίας από την χαρισματική θεολογία δεν μπορεί να έχει το στοιχείο της πλάνης, είναι απλανής θεολογία, και έχει σαφώς αγιοπνευματικό χαρακτήρα. «Υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν από Θεού άνθρωποι»[3], μας διαβεβαιώνει ο κορυφαίος από τους επόπτες της θείας μεγαλειότητας.
Είναι προφανές, λοιπόν, από τα παραπάνω, ότι αυτή η θεολογία, όπως λέει ο δεύτερος κατά την τάξη θεολόγος της Εκκλησίας, άγιος Γρηγόριος, δεν είναι για τον καθένα και πολύ περισσότερο δεν είναι για όσους διακατέχονται από την ακαθαρσία των παθών. Είναι για μερικούς μόνο, για μερικές φορές, (όταν υπάρχουν οι πνευματικές προϋποθέσεις), και μέχρι ένα σημείο[4]. Ως αυθεντικός θεολόγος της Εκκλησίας ο ά­γιος Γρηγόριος μας διαβεβαιώνει ό,τι ο ίδιος γνώρισε εμπειρικώς από την θέα του Θεού. Η χαρισματική θεολογία μπορεί να παρέχεται αυθεντικά μόνον από όσους πέρασαν στη θεοπτία ή το λιγότερο από όσους ανήκουν στη βαθμίδα της καθάρσεως από τα πάθη[5]. Μόνον όταν ο νους του ανθρώπου ησυχάσει και καθαρθεί, μπορεί να γνωρίσει αληθινά, κατά μετοχήν, τον Θεό, και να ομιλεί με ασφάλεια για τον Θεό[6]. Η θεολογία αυτή, άλλωστε, πρέπει να διδάσκεται μόνο σε όσους παίρνουν αυτήν στα σοβαρά[7]. Τέλος, αντικείμενο της θεολο­γίας είναι μόνον τα προσβάσιμα από τον Θεό στην ανθρώπι­νη δυνατότητα και εμπειρία[8].
β) Η πατερική μέθοδος
Εμπειρική-βιωματική δεν είναι μόνον η πρωτογενής Ορθόδοξη θεολογία αλλά και η Ορθόδοξη θεολογική μέθοδος, ο τρόπος δηλαδή κτήσεως της θεολογίας αυτής. Ο ίδιος ο Χρι­στός έθεσε ως προϋπόθεση της θεοφάνειας και θεοπτίας, αλ­λά και της ενοίκησης του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, την αγαπητική πράξη της τηρήσεως των εντολών του Θεού[9]. Και η πατερική θεολογία επιβεβαιώνει εμπειρικά την παρα­πάνω αλήθεια με την επιγραμματική διατύπωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «πράξις επίβασις θεωρίας»[10]. Η πράξη, που συνδέεται άρρηκτα με την σωματική άσκηση και την κάθαρση των παθών, είναι το θεμέλιο της θεωρίας-θεοπτίας, και με τον τρόπο αυτό γίνεται ο θεοδίδακτος τρόπος του απλανώς θεολογείν. Και αυτό είναι εύλογο, γιατί η θεολογία αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν είναι α­ποτέλεσμα «ανόδου της διανοίας» και ομιλίας για τον Θεό διανοητικώς, αλλά αποτέλεσμα της «προς Θεόν ομιλίας». Η μέθοδος μιας τέτοιας θεολογίας είναι σαφώς διαφοροποιημέ­νη από την ευρύτερα γνωστή στον κόσμο θεολογία, αφού «περί Θεού τι λέγειν και Θεώ συντυγχάνειν, ουχί ταυτόν»[11].
Η θεολογική μέθοδος των Πατέρων της Εκκλησίας θεμελιώνεται πάνω στην προσωπική εμπειρία της θείας παρουσίας. Από αυτήν την χαρισματική εμπειρία αντλείται η αυθεντική θεογνωσία. Η πατερική θεογνωσία εμφανίζεται ως «υπέρ αίσθησιν και υπέρ νουν» γνώση, που προϋποθέτει την μεταμόρφωση του γνωστικού οργάνου (του νου) του αν­θρώπου με τον εμπλουτισμό του από το άκτιστο φως της θείας δόξας. Αυτή η ζωντανή εμπειρία, που προκύπτει από την θέα της θείας παρουσίας, συνιστά και τον αποδεικτικό χαρακτήρα της πατερικής μεθόδου του θεολογείν, όταν πρό­κειται για τα άκτιστα.
Άλλη είναι όμως η επιστημονική μέθοδος των Πατέρων, την οποία εφαρμόζουν, όταν αναφέρονται στα κτιστά. Αυτή η μέθοδος μπορεί να λαμβάνει υπόψη της τα επιστημονικά δεδομένα και όλων των άλλων επιστημών. Έτσι, ενώ η επιστημονική μέθοδος δεν υιοθετείται για την θεογνωσία, γίνεται αποδεκτή για την διατύπωση και αυτών των δογμάτων της πίστεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή, έχουν διπλή θεολογική μέθοδο, σε αντίθεση προς τη μία και ενιαία θεολογική μέθοδο των Σχολαστικών, οι οποίοι εφαρμόζουν αυ­τήν αδιακρίτως σε κτιστά και άκτιστα.

γ) Δομή και λειτουργία της ακαδημαϊκής θεολογίας
Στα πλαίσια της ιστορίας της Εκκλησίας εμφανίστηκαν δύο είδη θεολογίας: Η χαρισματική, που προηγείται, και η επιστημονική-πανεπιστημιακή θεολογία, που ακολουθεί. Η επιστημονική θεολογία, ως γνωστόν, έχει ως επιστητό της το κτιστό και ειδικότερα τα μνημεία της εκκλησιαστικής ζωής, που δημιουργεί η χαρισματική θεολογία. Η επιστημο­νική θεολογία ερευνά, όχι μόνο τα παραπάνω ιστορικά μνη­μεία, αλλά και τη ζωή της ίδιας της Εκκλησίας, νοουμένης ως εμπειρικής πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, μελετά και ερμηνεύει τον τρόπο της χαρισματικής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος και παρουσιάζει τους φορείς της ζωντανής α­λήθειας της Εκκλησίας[12]. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν συγχέεται ποτέ η επιστημονική θεολογία με την χαρισματι­κή θεολογία.
Η σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία, όπως αυτή προκύ­πτει από την δομή και λειτουργία των Θεολογικών Σχολών, έχει Δυτικές -και ακόμη ειδικότερα- ευρωπαϊκές εξαρτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές κατά την δομή και διάρθρωσή τους είχαν ως πρότυπό τους τις Προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Γερμανίας.

δ) Η ακαδημαϊκή θεολογία κατά τον 20° αιώνα
Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία εμφανίζει μια στροφή προς τους Πατέρες, που συγκεκριμενοποιείται τόσο στη μελέτη της θεολογικής τους σκέψης όσο και στην κριτική έκδοση των έργων τους. Το ίδιο χρονικό διάστημα επιχειρείται η σύζευξη της ακαδη­μαϊκής θεολογίας με την χαρισματική εμπειρία της Εκκλη­σίας. Γίνεται αναφορά στο αυθεντικό αντίκρισμα της ακαδη­μαϊκής θεολογίας, την λόγια πατερική θεολογία. Σημειώνε­ται μια αξιόλογη, σταδιακή, απεξάρτηση της Ορθόδοξης θεο­λογίας από την Δυτική θεολογική σκέψη και ζωή. Στο ση­μείο αυτό σημαντικές είναι οι συμβολές μιας πλειάδας ακα­δημαϊκών δασκάλων, το έργο των οποίων θα μπορούσε να κριθεί γενικότερα ως πολύ σημαντικό. Παρά την αναμφισβή­τητα θετική συμβολή τους όμως σε καίριες πλευρές της θεο­λογίας δεν οδήγησαν στην πλήρη απεξάρτηση της ακαδημαϊ­κής θεολογίας από την Δυτική σκέψη, ούτε κατάφεραν να πετύχουν το ζητούμενο, γιατί οι ριζώσεις και οι αντιστάσεις του παλαιοτέρου θεολογικού λόγου ήταν και παραμένουν ισχυρές. Έτσι, ο λόγος τους δεν έφτασε να αναζωογονήσει την θεολογική επικράτεια, όσο θα έπρεπε. Γι’ αυτό και χρειάζε­ται όχι απλώς συνέχεια, ενδυνάμωση και προώθηση της προ­σπάθειάς τους, αλλά και κάποιες συμπληρωματικές ακόμη κινήσεις στην κατεύθυνση της σύζευξης επιστημονικής και χαρισματικής θεολογίας, ώστε να πάρει κατά το δυνατόν πε­ρισσότερο η ακαδημαϊκή θεολογία τον χαρακτήρα εμπειρι­κής επιστήμης.
Στο τέλος όμως του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα έχουμε σαφή φαινόμενα εκτροπής. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξου­με, ότι δυστυχώς στις μέρες μας, σε πολλές περιπτώσεις, έ­χουμε επιλεκτική επαναπρόσληψη της Δυτικής θεολογικής σκέψεως και ζωής από την Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία και υιοθέτηση της επιστημονικής θεολογικής μεθόδου της Δύσεως, η οποία εξαντλείται στο επίπεδο της κτιστής εμπει­ρίας και αγνοεί, ή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την χα­ρισματική εκκλησιαστική εμπειρία και την διπλή θεολογι­κή μεθοδολογία. Υπάρχει έντονη δυναμική σ’ αυτήν την κα­τεύθυνση σήμερα. Πανεπιστημιακά συγγράμματα, άρθρα και διαλέξεις σε επιστημονικά συνέδρια πιστοποιούν κατά περί­πτωση το γεγονός. Κριτήριο της σύγχρονης αυτής θεολογι­κής εκφράσεως εμφανίζεται να είναι ο ορθός λόγος και η γνώση του Δυτικώς θεολογείν, μερικές φορές μάλιστα σε τέ­τοιο σημείο, που ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των Θεολογικών μας Σχολών να αγνοούν και αυτήν την πρωτογενώς εκφρα­σθείσα μετοχή του ακτίστου από τα θεωμένα μέλη του σώ­ματος του Χριστού, ή να αδυνατούν να την κατανοήσουν ως αυθεντική έκφραση της Ορθόδοξης θεολογίας. Έτσι, δεν λεί­πουν θεολογικοί στοχασμοί και ερμηνευτικές ακροβασίες, που είναι τελείως ξένες προς την διαχρονικώς εκφρασθείσα εμπειρία του ακτίστου στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Χαρα­κτηριστικό των εκφραστών αυτής της δυτικότροπης θεολο­γίας είναι η επιστημονική αλαζονεία και παράλληλα η υπο­τίμηση της χαρισματικής εμπειρίας. Αυτό μεταφράζεται στην πράξη ως διαχωρισμός της θεολογίας από την πνευμα­τική ζωή, και συνιστά την αλλοτρίωση από την Ορθόδοξη Παράδοση. Έχουμε την γνώμη, ότι, παρά την αναγνώριση και προβολή της στοχαστικής αυτής θεολογίας από τον κό­σμο της σύγχρονης διανόησης και κουλτούρας, σημειώσαμε σοβαρή οπισθοδρόμηση στην ορθή κατεύθυνση, που χάραξαν οι προκάτοχοί μας ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των μέσων της δεύτερης πεντηκονταετίας του 20ου αιώνα.
Η κατάσταση ό­μως είναι αναστρέψιμη, γι’ αυτό και θέλουμε να αισιοδοξού­με, ότι θα μπορέσουμε να κερδίσουμε και να υπερκεράσουμε την απώλεια στο μέτρο, βέβαια, που θα συνειδητοποιήσουμε το διαμορφούμενο επιστημονικό κλίμα στο χώρο της Ορθόδοξης θεολογίας και τον βαθμό της εκκοσμικεύσεώς μας.


ε) Το περιεχόμενο σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα
Αξιοποιώντας κάποιο ανεπεξέργαστο ερευνητικό υλικό, που προέκυψε από μια εμπειρική έρευνα, την οποία διεξήγα­γε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης[13], θα ήθε­λα να παρουσιάσω θέσεις πολλών συναδέλφων της Θεσσαλο­νίκης, γιατί νομίζω, ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβα­ρό προβληματισμό για το μέλλον της Ορθόδοξης ακαδημαϊ­κής θεολογίας μας.
Από τις απαντήσεις στο ερώτημα, αν υπάρχει σήμερα κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών, προέκυψε, ότι δυστυχώς τέτοιο κέντρο δεν υπάρχει στις σπουδές. Οι σπου­δές, υπογραμμίστηκε με έμφαση, ακολουθούν ξένα πρότυπα και έχουν Δυτικό, και ειδικότερα Προτεσταντικό, χαρακτή­ρα. Υπάρχουν απλώς διάφορα μαθήματα χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς οργανική ενότητα, με αποτέλεσμα να παρέχον­ται αποσπασματικές γνώσεις και οι φοιτητές να μην έχουν σωστή θεολογική κατάρτιση και παιδεία[14]. Μάλιστα οι γνώ­σεις, που δίνονται στις προπτυχιακές σπουδές, χαρακτηρίστηκαν ως εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα γνώσεις.
Ως προς το Πρόγραμμα Σπουδών, υποστηρίχτηκε ότι πρέπει να υπάρξει μια αρχή, που θα το καθιστά Πρόγραμμα Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής. Για τον σκοπό αυτό προτείνεται το Πρόγραμμα να συσταθεί με βάση την Ιστορία, την Θεολο­γία και την Πράξη. Οι άξονες εκκίνησης για την διαμόρφω­ση του Προγράμματος να είναι τρεις: Η Βιβλική, η Πατερική και η Δογματική Θεολογία. Παράλληλα, προβάλλεται η α­νάγκη για ένα Πρόγραμμα, που να δίνει μεγαλύτερη ώθηση στην έρευνα των λειτουργικών κειμένων. Η ανώτατη θεολο­γική εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται μέσα από λειτουρ­γική προοπτική, και ειδικότερα μέσα από την λειτουργική εμπειρία της Εκκλησίας. Η ευχαριστιακή σύναξη και εμπει­ρία να γίνει κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών.
Έχει επισημανθεί από όλους τους συναδέλφους ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών μας, που δυσχεραίνει την συνεργασία ανάμεσα στον καθηγητή και τον φοιτητή, με αποτέλεσμα οι σχέσεις καθηγητών-φοιτητών να γίνονται απρόσωπες και η άσκηση των φοιτητών να είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ως λύση προτείνεται η σμίκρυνση των ακροατηρίων και η αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ. Παντός, η μείωση του αριθμού των εισακτέων φοιτητών ή τουλάχιστον η αύξηση των με­λών ΔΕΠ και των κτιριακών εγκαταστάσεων θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά τόσο στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, όσο και στην καλλιέργεια του ερευνητικού ενδια­φέροντος. Παράλληλα, θα μπορούσε να δοθεί περισσότερη έμ­φαση στις επιστημονικές εργασίες των φοιτητών απ’ ό,τι στην αποστήθιση των εγχειριδίων.
Ο θεσμός των εγχειριδίων, όταν δεν απορρίπτεται απερίφραστα εκ μέρους των μελών ΔΕΠ, γίνεται ανεκτός υπό ό­ρους. Η απάντηση συνήθως είναι όχι στα εγχειρίδια - ναι στη βιβλιογραφία ή ναι στα εγχειρίδια με τον όρο, ότι υπάρ­χει και η βιβλιογραφία. Τα εγχειρίδια πρέπει να θέτουν ερω­τήματα και να μην είναι αντικείμενα απομνημόνευσης. Θα πρέπει να δείχνουν έναν τρόπο εργασίας. Να δίνουν μια μέθο­δο και έκθεση όλων των απόψεων, με συζήτηση αυτών των απόψεων. Το εγχειρίδιο δεν πρέπει να συμπίπτει απαραιτή­τως με αυτά, που διδάσκει ο καθηγητής.
Πάντως, ο ιδανικός τρόπος εργασίας θα ήταν η προσωπική επαφή με τα πράγματα, η πρόσβαση στις πηγές και η ερ­γασία πάνω σ’ αυτές. Απαιτείται όμως προπαιδεία, που δεν υπάρχει. Άλλωστε, αναγκαία είναι η εργασία με βασικό ερ­γαλείο την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται καλύτερη οργάνωση της βι­βλιογραφίας. Σήμερα λίγοι φοιτητές είναι σε θέση ή έχουν δι­άθεση να εργαστούν κριτικά με την βιβλιογραφία. Το Πρό­γραμμα Σπουδών αφορά άμεσα τους φοιτητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωσή του με μη κομμα­τικοποιημένες προτάσεις, που θα υποβάλλονταν από επιτρο­πή τους.Όσα είπαμε έως εδώ αφορούν στα εσωτερικά θέματα, που απασχολούν την Σχολή. Τι γίνεται όμως με την εμφάνιση της Σχολής προς τα έξω; Υπάρχουν σήμερα ανοίγματα για δι­άλογο και επικοινωνία με άλλες ομόδοξες ή ετερόδοξες Σχολές;
Μπορούμε να πούμε, πως υπάρχουν λίγα ανοίγματα και φυσικά είναι σκόπιμη η επικοινωνία, τα ανοίγματα όμως αυ­τά μένουν πολλές φορές αναξιοποίητα. Ο διάλογος και σκόπι­μος και αναγκαίος είναι, σε συλλογικό όμως επίπεδο. Κάτι γίνεται σε επίπεδο, κυρίως, επιμέρους προσώπων και σπάνια σε επίπεδο Σχολής. Συνήθως κυριαρχεί η έρευνα σε ατομικό επίπεδο. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να παρουσιαστεί η Ορθόδοξη θεολογία επίσημα και με συνεργασία των ελλαδικών Σχο­λών προς το εξωτερικό. Αλλά, ενώ η επικοινωνία είναι απα­ραίτητη, χρειάζεται και η κατάλληλη προετοιμασία, σύμφω­να με τις απαιτήσεις των καιρών. Σε επίπεδο Σχολής ο διά­λογος μπορεί να γίνεται όχι μόνο με την οργάνωση επιστη­μονικών συμποσίων, αλλά και μέσω της ανταλλαγής μαθη­μάτων με επισκέπτες καθηγητές. Είναι, τέλος, σημαντικό το γεγονός, ότι προβάλλεται σήμερα η ανάγκη για επικοινωνία και συνεργασία όχι μόνο σε διατμηματικό και διασχολικό αλλά και σε διαπανεπιστημιακό επίπεδο, και ειδικότερα με προσωπικό μη θεολογικών Σχολών.
Οι θεολογικές σπουδές ελκύουν αναμφίβολα το ενδιαφέ­ρον και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, όταν αυτές αναφέρονται και σε ζωτικά προβλήματα του παρόντος. Συνδέεται όμως το σημερινό περιεχόμενο του Προγράμματος Σπουδών με την σύγχρονη πραγματικότητα;
Η γενική απάντηση θα μπορούσε να συνοψισθεί στο πο­λύ λίγο ή καθόλου. Οι θεολογικές σπουδές δεν έχουν θετικό αντίκτυπο στον θρησκευόμενο λαό. Και τούτο, γιατί κάναμε τον επίκαιρο, αποκεκαλυμμένο, λόγο μουσειακό. Βέβαια, η Ορθόδοξη Θεολογία καθεαυτήν συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα. Στην πράξη όμως της εκπαιδευτικής διαδικασίας αυτό είναι τόσο δεδομένο όσο και ζητούμενο. Ως ζητούμενο μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί σήμερα και ως το αίτημα των καιρών. Να συνδεθεί η πίστη με τη ζωή, και οι θεολογικές σπουδές να απαντούν στις ανάγκες της κοινωνίας. Στην Παράδοσή μας υπάρχουν διαχρονικές αλήθειες, που μιλούν και στον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτές θα πρέπει να τις φέρουμε στην επιφάνεια. Εμείς, καθηγητές και φοιτητές, είμαστε εκείνοι, που θα πρέπει να συνδέσουμε τις θεολογικές σπουδές με την κοινωνική πραγματικότητα. Σήμερα, όταν υπάρχει σύνδεση των σπουδών με την κοινωνία, τούτο αποτελεί μια έκφραση μεμονωμένων προσώπων και στηρίζεται σε μια προσωπική πρωτοβουλία. Εκείνο που λεί­πει είναι το σοβαρά προγραμματισμένο. Η θεολογική επιστή­μη, ως περιεχόμενο σπουδών, για ν’ ανταποκριθεί στις ανάγ­κες του σύγχρονου ανθρώπου χρειάζεται να έχει προγραμμα­τισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει αναδιάρθρωση των σπου­δών. Σήμερα ο φοιτητής δεν εξοπλίζεται κατάλληλα για να λειτουργήσει σωστά και να δώσει την μαρτυρία της θεολογί­ας στα διάφορα κοινωνικά προβλήματα.
Εκφράστηκε η γνώμη, ότι, αφού η θεολογία κατά την Ορθόδοξη αντίληψη αποτελεί έκφραση και διατύπωση της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, και αφού η γνώση αποτελεί μετοχή σ’ αυτήν την εμπειρία, η Σχολή μας συνδέε­ται με την πραγματικότητα στο μέτρο, που επαληθεύει την παραπάνω αλήθεια, διαμορφώνοντας μια στάση ζωής σ’ ό­σους σχετίζονται μ’ αυτήν και δέχονται τα μηνύματα και τη μαρτυρία της.
στ) Συνοπτικές αποτιμήσεις
Έχουμε την γνώμη ότι είναι σημαντική η συμβολή της Σχολής μας στην αλλαγή του πρώτου κλίματός της, που χαρακτηριζόταν από τον ξενόφερτο λογοκρατικό επιστημονισμό της θεολογίας της. Σήμερα η Σχολή μας κάνει μια σοβαρή και αθόρυβη προσπάθεια για ανανέωση της ελληνικής θεο­λογίας και εκπροσωπεί μια Ορθόδοξη στάση στο μέτρο, που πραγματώνει μια στροφή προς την Θεολογία των Πατέρων. Ακόμη στο μέτρο, που αφομοιώνει κριτήρια, με βάση τα οποία διαφοροποιείται από την Δυτική Θεολογία και ζωή, στο μέτρο, που διασώζει τον αποφατικό χαρακτήρα της θεολογι­κής έκφρασης, και στο μέτρο, που προβάλλει την προτεραιό­τητα της ευχαριστιακής δομής της Εκκλησίας έναντι της καθιδρυματικής.
Άλλωστε, τόσο η καλλιέργεια των πατερικών σπουδών την τελευταία τεσσαρακονταετία όσο και οι έρευνες των βι­βλικών θεολόγων βοήθησαν στην ανάπτυξη των βιβλικών σπουδών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συνειδητοποιηθεί το επι­στημολογικό κενό, που δημιούργησε επί σειρά ετών η έλλει­ψη της πατερικής ερμηνευτικής στον τόπο μας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια αξιόλογη και επαινετή προ­σπάθεια αξιοποίησης της πατερικής ερμηνευτικής.
Ακόμη, οι σπουδές στον ιστορικό χώρο της θεολογίας αναβαθμίστηκαν με την καλλιέργεια των πατερικών σπου­δών, επειδή κρίθηκαν απαραίτητες για την κατανόηση της πατερικής θεολογίας.Επίσης, με την καλλιέργεια των ιστορικών και πατερι­κών σπουδών η Δογματική στη Σχολή μας απέβαλε τον α­κραιφνή συστηματικό και σχολαστικό χαρακτήρα της και α­πέκτησε ιστορικοδογματικό και πατερικό χαρακτήρα. Και παρά την μεθοδολογική διάκρισή της από την Ηθική παρα­μένει σε άρρηκτη ενότητα με αυτήν ως η άλλη όψη του ίδιου πράγματος. Έτσι, στον χώρο πλέον της Ηθικής υπάρχει ένας ορθόδοξος, πατερικός αλλά και σύγχρονος, τρόπος σκέψεως και προβληματισμού, που ενισχύεται από την αξιόλογη ανάπτυξη του γνωστικού αντικειμένου της Κοινωνιολογίας.
Αλλά και στον Πρακτικό Κλάδο της θεολογίας οι νεότε­ροι θεολόγοι δεν διστάζουν να αφομοιώνουν θύραθεν επιστημονικές περιοχές και να τις μεταβάλλουν σε υπηρέτες και όρ­γανα του θείου λόγου. Θύραθεν και θεολογικά μαθήματα εμφανίζουν τελευταίως σημαντική στροφή προς την Ορθόδοξη Παράδοση και ζωή.

ζ) Κριτικές τοποθετήσεις για θεολογικό προβληματισμό
Πέρα από όσα θετικά σημειώσαμε παραπάνω, έχουμε να παρατηρήσουμε επιπροσθέτως τα εξής: Προσεγγίζοντας κριτικά και συνοπτικά την ακαδημαϊκή Θεολογία των ημερών μας, διαπιστώνουμε ένα σημαντικό «έλλειμμά» της. Η θεο­λογία αυτή δεν είναι εξολοκλήρου Ορθόδοξη. Αναφέρεται «εξειδικευμένα» και αποσπασματικά στο επιστητό της Θεολογίας, όπως κάνει και η σύγχρονη Δυτική θεολογία. Λείπει η επιστημονική εκείνη θεολογία, που εκφράζει το φρόνημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που θεμελιώνεται βιβλικώς και πατερικώς, που προϋποθέτει και εκφράζει στην πράξη την θεία λατρεία, που επηρεάζει δραστικά και τροφοδοτεί την σύγχρο­νη κοινωνική ζωή, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Λείπει, τέλος, η βιωματική εκείνη θεολογία, που φανερώνει τον ενεργό χαρακτήρα των μυστηρίων της Εκκλησίας στους φορείς της ακαδημαϊκής θεολογίας. Γιατί, πώς αλλιώς να ε­ξηγήσουμε το γεγονός, ότι δεν έχουμε ούτε ένα δείγμα αναγνωρισμένης (εκκλησιαστικώς) αγιότητας διδασκάλου της ακαδημαϊκής θεολογίας; Μήπως τελικά οι διδάσκαλοι της α­καδημαϊκής θεολογίας δεν είμαστε ολοκληρωμένοι εκκλησι­αστικώς πιστοί, όπως ήταν στο παρελθόν οι φυσικοί φορείς της Θεολογίας της Εκκλησίας; Μήπως δηλαδή ως ακαδημα­ϊκοί θεολόγοι ενεργούμε πλέον μεταπρατικώς, αναπαράγον­τας δευτερογενώς την θεολογική κληρονομιά του παρελθόν­τος, αδυνατώντας ουσιαστικά να προσφέρουμε πρωτογενή, ζωντανή εκκλησιαστική θεολογία και μαρτυρία; Μήπως ως κληρονόμοι της θεολογίας των θεοφόρων Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής οδηγηθήκαμε στην έπαρση, εξαιτίας του μεγάλου πλούτου της πνευματικής κληρονομιάς, με συνέπεια να σκοτιστεί ο νους μας;
Πάντως είναι ενθαρρυντικό το γεγονός, ότι με γνήσια αυτοκριτική διάθεση μέσα από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα -μετά από σοβαρή επιστημονική εργασία- έχει επιση­μανθεί πολύ εύστοχα ο ανθρωποκεντρισμός και η γενικότερη παθολογία της σύγχρονης θεολογικής επιστήμης, όλως ιδιαιτέρως δε η αυτονόμησή της από την πνευματική ζωή της Εκκλησίας[15]. Παράλληλα, έχουν προταθεί και γενικού χαρα­κτήρα λύσεις στην κατεύθυνση οργανώσεως των θεολογικών σπουδών βασισμένες στην «διττή παράδοση των θεολό­γων»[16], όπως αυτή διατυπώνεται στα αρεοπαγειτικά συγγράμματα και όπως η παράδοση αυτή εκφράζεται στη θεωρί­α και την πράξη από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έτσι, παρέχονται προοπτικές για μια εκκλησιαστική εκδοχή της ακαδημαϊκής θεολογίας, η οποία θα εχεί ως κέντρο την λατρευτική πράξη της Εκκλησίας και δεν θα φοβάται τις σύγχρονες διεπιστημονικές προσεγγίσεις ούτε τις αναμετρήσεις με όσα αλλότρια και αλλοτριωτικά (Δυτικά ή εγχώρια) της έχουν επιβληθεί[17].
Όταν κάνουμε λόγο για εκκλησιαστική εκδοχή της ακαδημαϊκής θεολογίας, εννοούμε, ότι η θεολογία αυτή δεν μπο­ρεί να είναι μια προσωποπαγής ατομική θεολογία κάποιου θεολόγου, μια προσωπική διανοητική σύλληψη και διδασκα­λία, γέννημα ενός προσωπικού στοχασμού, όπως συμβαίνει θεσμικά στη Δύση, όπου εύλογα η θεολογία εμφανίζεται «πολυφωνική». Μια τέτοια θεολογία είναι, σύμφωνα με τα κριτήρια της Εκκλησίας μας, απόδειξη επηρμένης διανοίας. Γι’ αυτό και είναι αδύνατη η εκκλησιαστική νομιμοποίηση της. Η εκκλησιαστική θεολογία είναι ταπεινή, είναι πάντοτε «επομένη τοις αγίοις πατράσι»[18]. Αυτό δεν σημαίνει, πως η εκκλησιαστική θεολογία, εξαιτίας του ταπεινού χαρακτήρα της, στερείται πρωτοτυπίας, δυναμισμού, ανανεωτικού πνεύ­ματος και επικαιρότητας. Απεναντίας, έχει όλα τα παραπά­νω χαρακτηριστικά, γιατί αποτελεί έκφραση της ζώσας πα­ρουσίας του αγίου Πνεύματος σ’ αυτόν, που θεολογεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Άλλωστε, και ο Μονογενής Θεολόγος, ο Θεός Λό­γος, ως ενανθρωπήσας Θεός, δεν μας είπε τίποτε δικό του πα­ρά μόνον όσα του είπε ο Θεός Πατέρας[19].
Αλλά και οι Από­στολοι είπαν όσα δυναμικώς υπέμνησε σ’ αυτούς το Πνεύμα, που έλαβαν κατά την Πεντηκοστή. Και στη συνέχεια οι Πα­τέρες της Εκκλησίας εξέφρασαν όσα βίωσαν από την ενεργο­ποίηση της προσωπικής τους Πεντηκοστής, πρακτικώς, «ε­πόμενοι» και εν συμφωνία πάντοτε με τους προγενέστερους θεοφόρους Πατέρες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πιστοποιούν την Παράδοση της Πεντηκοστής με την Θεολογία τους, που αποτελεί γόνι­μη συνάντηση με την έξωθεν σοφία και την φιλοσοφία τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό πεδίο των κοινωνικών εφαρμογών τους. Το ζητούμενο από την ακαδημαϊκή θεολο­γία μας είναι η συνέχεια της Παραδόσεώς μας, που στην πρά­ξη σημαίνει την συνάντηση και γόνιμη κριτική πρόσληψη της θύραθεν σοφίας και του σύγχρονου πολιτισμού. Η ακαδη­μαϊκή θεολογία, ερμηνεύοντας τον ζωντανό και δυναμικό χα­ρακτήρα της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, οφείλει να είναι ανοιχτή στην κριτική πρόσληψη στοιχείων, όχι μόνο από το Δυτικό αλλά και από το ευρύτερο κοσμικό πολιτιστικό περι­βάλλον, εντάσσοντας δημιουργικά τα στοιχεία αυτά στην διακονία της Εκκλησίας. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό η α­καδημαϊκή θεολογία λειτουργεί σύστοιχα προς τον οικουμε­νικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί λαμβάνει θετικά υπόψη τον κάθε επιμέρους γεωγραφικό πολιτισμό. Πιο συγκεκριμένα, δεν εισηγείται ούτε στηρίζει τον προτει­νόμενο από τους κοσμικούς φορείς «πολιτισμό των πολιτι­σμών», με την σύντηξη των επιμέρους σύγχρονων πολιτι­σμών. Και τούτο, γιατί δεν υπηρετεί μια ισοπεδωτική παγ­κοσμιοποίηση, που αγνοεί την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου προσώπου και την ιδιοπροσωπία του κάθε λαού. Αντίθετα, αναδεικνύει και προάγει τον κάθε επιμέρους πολιτισμό με κριτήριο πάντοτε την εκκλησιαστική αλήθεια.
Η θετική αυτή στάση της ακαδημαϊκής θεολογίας έναν­τι του πολιτισμού των διαφόρων λαών δεν αποκλείει τον διαπολιτισμικό διάλογο στα πλαίσια της πολυπολιτισμικής πλέον κοινωνίας, στην οποία ζούμε, όπου τα όρια των πολιτισμών καταλύθηκαν και εξαιτίας της συμβίωσης των πολιτι­σμών νέα προβλήματα εμφανίστηκαν στις σχέσεις των ανθρώπων. Στα νέα πολιτισμικά δεδομένα η ακαδημαϊκή θεολογία καλείται να είναι έλλογα ανεκτική, χωρίς όμως να αποκλείεται σ’ αυτήν και κάποια ενδεχόμενη κριτική εναντίον του συγχρόνου πολιτισμού για την συμβολή του στην αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Με την στάση της αυτή από τη μια συμβάλλει στην απελευθέρωση του πολιτισμού από εξαρτήσεις της θεσμικής αμαρτίας και από την άλλη στην μεταμόρφωσή του νοηματοδοτώντας τον εκ νέου με βά­ση τους λόγους των όντων, οι όποιοι αποκαλύπτουν τον σκο­πό - τέλος της δημιουργίας.
Η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία, πάντως, δεν καλείται να υποκαταστήσει την χαρισματική θεολογία, ούτε όμως δικαιούται να παρουσιάζει άλλην, εκτός από την αυθεντική Θεολογία της Εκκλησίας. Έργο της είναι να προσεγγίζει, να διερευνά και να παρουσιάζει επιστημονικά το περιεχόμενο της πρωτογενούς Θεολογίας της Εκκλησίας, να διακρίνει και να γνωστοποιεί τα κριτήρια της αληθινής θεολογίας.
Με τον τρόπο αυτό θα πετυχαίνεται και θα ισχυροποιεί­ται όλο και περισσότερο η σύζευξη της χαρισματικής με την ακαδημαϊκή θεολογία. Και όλα αυτά θα προωθούνται, μόνον όταν ως εκφραστές της ακαδημαϊκής θεολογίας δεν θα είμα­στε ανυποψίαστοι και ως προς τα βιωματικά δεδομένα.
Η ακαδημαϊκή θεολογία, όταν δεν έχει τις παραπάνω προδιαγραφές, όταν στερείται, την βιωματικώς εκκλησιαστι­κή εκφορά της, είναι στοχαστική θεολογία και πτωχή πνευματικώς. Προσεγγίζει με κτιστό τρόπο την πραγματικότητα και εκφράζει, στην καλύτερη περίπτωση, ελλειπώς τα πράγ­ματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, δυστυχώς, και εσφαλμέ­να.

[1]Αποτελεί Εισήγηση στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο, που έγινε στο Βουκουρέστι (8-14/11/2003), προς τιμήν του Δογματολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε. Δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη, με τον τίτλο: Θεολογία και κόσμος σε διάλογο, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 521-534.[2] Α Ιω. 1,1-2.[3] Β Πέτρ. 1,21.[4] Βλ. Λόγος 23, 3, PG 36, 13CD: «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θε­ού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον, και των χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε, και οις και εφ όσον».[5] Βλ ο.π. 13D: «Ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων, και ψυχήν και σώμα κεκαρθαμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώατον».[6] Βλ. ο.π. 16Α: «Ότε δε; Ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις πλανωμένοις, οίον γράμμασι πονηροίς αναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ή βορβόρω μύρων ευωδίαν. Δει γαρ τω όντι σχολάσαι, και γνώναι Θεόν· και όταν λάβωμεν καιρόν, κρίνειν θεολογίας ευθύτητα».[7] Βλ. ο.π. 16Α: «Τίσι δε; Οις το πράγμα διά σπουδής, και ουχ εν τι των άλλων».[8] Βλ ο.π. 16 ΑΒ: «Τίνα δε φιλοσοφητέον, και επί πόσον; Όσα ημίν εφικτά, και εφ όσον η του ακούοντος έξις εφικνείται και δύναμις».[9]Βλ. Ιω. 14, 21-23: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, ε­κείνος εστίν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πα­τρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν· ...εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ αυτώ ποιησόμεθα».[10] PG 35, 1080Β[11] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος Α’ 3, 42, Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 453.[12] Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’ , Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 21.[13] Την έρευνα αυτή πραγματοποίησε το 1992 ο Τομέας Δογματι­κής Θεολογίας του ΑΠΘ με την επιστημονική ευθύνη του συναδέλφου κ. Λ. Σιάσου.[14] Η αποσπασματική γνώση όμως οδηγεί συνήθως στην έπαρσηκαι δεν βοηθά καθόλου στην επιτυχία του σκοπού της σπουδής. Έτσι, οσημερινός φοιτητής δεν οδηγείται στην ορθή στοιχείωση του ορθοδόξουθεολόγου, που είναι η συγκροτημένη επιστημονική θεολογική γνώσησε συνδυασμό με τον εκκλησιαστικό, εμπειρικό και βιωματικό τρόποπρόσκτησης αυτής της γνώσης.[15] Βλ. σχετικά, Μ. Μπέγζου, Το μέλλον του παρελθόντος, Κριτική εισαγωγή στη θεολογία της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1993, σ. 56-60. Πρβλ. Γ. Γαλίτη, «Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας», στο Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συ­νεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ι­στορία και το παρόν, Άγιον Όρος 2000, σ. 487-488.[16] Βλ σχετικώς: Διονυσίου Αρεοπαγείτου. Επιστολή Θ’ , PG 3, 1105 D: «Άλλως τε και τούτο εννοήσαι χρη, το διττήν είναι την των θεολόγων παράδοσιν, την μεν απόρρητον και μυστικήν, την δε εμφανή και γνωριμωτέραν· και την μεν συμβολικήν και τελεστικήν, την δε φιλόσοφον και αποδεικτικήν, και συμπέπλεκται τω ρητώ το άρρητον. Καί το μεν πείθει και καταδείται των λεγομένων την αλήθειαν, το δε δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοις μυσταγωγίαις».[17] Βλ σχετικά Λ. Σιάσου, Αίμα σταφυλής, Αθήνα 1998, 149-155.[18] Βλ. σχετικά, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεολογικός πρώτος 14 και 16, στο Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών 19Β, Θεσσα­λονίκη 1988, σ. 48-49 και 54.
[19] Βλ. Ιω. 8,26. «καγώ α ήκουσα παρ’ αυτού, ταύτα λαλώ εις τον κόσμον» και 8,28 «καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ, ταύτα λαλώ». Πρβλ. Ιω. 12,49: «εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με Πατήρ αυτός μοι εντολήν δέδωκεν τι είπω και τι λαλήσω». Το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Βλ. Ιω. 16,13: «ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα α­κούσει λαλήσει».


Δημητρίου Ι. ΤσελεγγίδηΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ
Μελέτες Συμβατικής ΘεολογίαςΕκδόσεις ΠουρναράΘεσσαλονίκης

Μονοήμερη Προσκυνηματική Εκδρομή το Σάββατο 8 Ιουνίου 2019.

Η Ενορία μας διοργανώνει Μονοήμερη Προσκυνηματική Εκδρομή το Σάββατο 8 Ιουνίου 2019.


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΡΟΜΗΣ:Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας Αλιάρτου,Ιερά Μονή Οσίου Μελετίου Οινόης, Πόρτο Γερμενό και Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Βίλια.


Κράτηση θέσεων στον Εφημέριο του Ιερού Ναού 

π. Κωνσταντίνο Παπαθανασίου.

Τηλ: 6972985221






Το Σαρανταλείτουργο




π. Δημητρίου Μπόκου

Στὶς 15 Νο εμ βρί ου ἀρ χί ζει τὸ σα ραν τα ή με ρο, ἡ χρι στου γεν νι ά τι κη νη στεί α. Ἡ νη στεί α αὐ τὴ ἀ νή κει στὶς ἐ λα φρὲς νη στεῖ ες τοῦ ἐκ κλη σι α στι κοῦ ἔ τους, ἐφόσον ἐπιτρέπεται νὰ τρῶ με λα δε ρὰ φα γη τὰ καὶ ψά ρι (ὄχι βέβαια Τε τάρ τες καὶ Πα ρα σκευὲς) μέχρι καὶ τὶς 17 Δεκεμβρίου, γί νε ται δηλαδὴ κα τά λυ σις ἰ χθύ ος, ὅ πως ση μει ώ νουν τὰ βι βλί α τῆς Ἐκ κλη σί ας. Δὲν τρῶ με κα τὰ τὴ νη στεί α αὐ τὴ κρέ ας, γά λα, τυ ρὶ καὶ αὐ γά.
Στὶς 14 Νο εμ βρί ου, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Φιλίππου καὶ πα ρα μο νὴ τῆς νη στεί ας (ἀ πο κριά), ἂν τύ χει Τε τάρ τη ἢ Πα ρα σκευ ή, τρῶ με μό νο ψά ρι καὶ ὄ χι κρέ ας. Κα τὰ τὴν πρώ τη ἑ βδο μά δα τῆς νη στεί ας (15-21 Νο εμ βρί ου), κα τὰ πα ρά δο ση ἄ γρα φη τοῦ Ὀρ θο δό ξου λα οῦ, νη στεύ ου με καὶ ἀ πὸ ψά ρι, ἐ πει δὴ πα λαι ό θεν οἱ Χρι στια νοὶ εἶ χαν τὴν εὐ λα βῆ συ νή θεια νὰ κοι νω νοῦν στὴν πλειονότητά τους κα τὰ τὴ με γά λη ἑ ορ τὴ τῶν Εἰ σο δί ων τῆς Θε ο τό κου (τῆς Παναγίας τῆς Πο λυ σπο ρί τισ σας, ὅπως τὴν ξέρει ὁ λαός μας).
Ὁ κα νό νας τῆς νη στεί ας δὲν εἶ ναι βέ βαι α ὁ ἴδιος γιὰ ὅ λους. Ἡ δι δα σκα λί α τῆς Ἐκ κλη σί ας δι έ πε ται πάν τα ἀ πὸ φι λάν θρω πα κρι τή ρια. Οἱ ἅ γιοι δι δά σκουν νὰ νη στεύ ει ὁ κα θέ νας ἀ νά λο γα μὲ τὶς δι κές του δυ να τό τη τες, τὴν ἡ λι κί α δη λα δή, τὴν κα τά στα ση τῆς ὑ γεί ας του, τὴν ὅ λη του ψυ χο σω μα τι κὴ ἀν το χὴ καὶ ἰ δι ο συγ κρα σί α. Ὁ κα θέ νας πρέπει νὰ συμ βου λεύ ε ται ἀπαραιτήτως τὸν πνευ μα τι κό του καὶ νὰ ἔ χει τὴ σύμ φω νη γνώ μη καὶ εὐ λο γί α του γιὰ τὸν κα νό να τῆς νη στεί ας ποὺ θὰ κά νει.
Ἡ πνευ μα τι κὴ προ ε τοι μα σί α γιὰ τὴ με γά λη ἑ ορ τὴ τῶν Χρι στου γέν νων δὲν ἐ ξαν τλεῖ ται φυ σι κὰ στὴ λιγοστὴ νη στεί α. Ὁ Χρι στια νὸς ἀγωνίζεται νὰ ἀπέχει συνολικὰ ἀπὸ κάθε πάθος, κάθε κακία. Ταυτόχρονα φροντίζει νὰ ἐ ξο μο λο γεῖ ται τακτικά, για τὶ μό νο ἔ τσι λαμ βά νει «ἄ φε σιν ἁ μαρ τι ῶν» καὶ ἐλαφρύνει τὴν ψυ χή του. Τὸ ρη χὸ ἐ πι χεί ρη μα «δὲν ἔ χω κά νει τί πο τα», ἂς τὸ ἀ φή σου με γιὰ πω ρω μέ νους ἐ γω ι στὲς καὶ ἀ νεγ κέ φα λους ποὺ θε ω ροῦν ὅ τι τὰ ξέ ρουν ὅ λα. Ἐ μεῖς ἂς ἀ κού σου με τὸν λό γο τοῦ Θε οῦ, ποὺ λέ ει ὅ τι καὶ μί α μέ ρα νὰ εἶ ναι ἡ ἐπίγεια ζωὴ τοῦ ἀν θρώ που, θὰ ἁ μαρ τή σει (Ἰώβ, 14, 4-5). Καὶ ὅ τι ἀ πὸ τὴ μι κρὴ ἀκόμα ἡ λι κί α ἡ σκέ ψη τοῦ ἀν θρώ που ρέ πει πρὸς τὰ πο νη ρὰ (Γεν. 8, 21). Ἁ μαρ τί α δὲν εἶ ναι μό νο ὁ φό νος καὶ ἡ κλε ψιά, ἀλ λὰ κάθε βλέμμα, κάθε σκέψη, κάθε λόγος ποὺ ἐκκλίνει ἀπὸ τὸ φρόνημα τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5, 28).
Κα τὰ τὴ διά ρκεια τοῦ σα ραν τα η μέ ρου (ἀ πὸ 15 Νο εμ βρί ου μέ χρι 24 Δε κεμ βρί ου) γί νε ται κα θη με ρι νὰ Θεί α Λει τουρ γί α, τὸ λε γό με νο σα ραν τα λεί τουρ γο. Πολ λοὶ νο μί ζουν ὅ τι αὐ τὸ γί νε ται ἀ πο κλει στι κὰ γιὰ τοὺς νε κρούς, τοὺς κε κοι μη μέ νους. Ἡ Θεί α Λει τουρ γί α ὅ μως (ὅπως δείχνουν οἱ πολλές της δεήσεις καὶ κυρίως ἡ ἀ κο λου θί α τῆς Προ σκο μι δῆς, δηλαδὴ ἡ προ ε τοι μα σί α τῶν Τι μί ων Δώ ρων ὅπου μνημονεύονται καὶ τὰ ὀνόματα) προ σφέ ρε ται γιὰ ὅ λο τὸν κό σμο, «ὑ πὲρ τοῦ σύμ παν τος κό σμου», ζών των καὶ τε θνε ώ των. Οὐδέποτε τελεῖται Θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ μνημονευθούν καὶ οἱ ζῶντες καὶ νὰ ἐξαχθοῦν μερίδες καὶ γι’ αὐτούς. Γι’ αὐ τὸ μπο ροῦ με νὰ βά λου με καὶ τὰ ὀ νό μα τα τῶν ζών των στὸ σα ραν τα λεί τουρ γο, παρὰ τὴ σχεδὸν ἑ δραι ω μέ νη ἀν τί λη ψη ὅ τι αὐ τὸ γί νε ται κυ ρί ως ὑπὲρ τῶν κε κοι μη μέ νων.
Ἄ σχε τα πρὸς αὐ τό, ἡ ἀ ξί α τῆς Θεί ας Λει τουρ γί ας εἶ ναι τε ρά στια γιὰ ὅ λους. Οἱ ψυ χὲς τῶν κεκοιμημένων ἰδιαίτερα βο η θοῦν ται τὰ μέ γι στα ἀ πὸ τὴν τέ λε σή της. Ἄλ λω στε οἱ προ σευ χὲς (ἀ το μι κὲς καὶ ἐκκλησιαστι κὲς-τρισάγια, μνημόσυνα καὶ κυρίως ἡ Θεία Λει τουρ γί α) μαζὶ μὲ τὶς ἐ λε η μο σύ νες, εἶ ναι τὰ μοναδικά, ἀλ λὰ καὶ σπου δαι ό τα τα πράγ μα τα ποὺ μπο ροῦ με νὰ κά νου με γιὰ τοὺς κε κοι μη μέ νους μας. Εἶναι οἱ «ἀποσκευές» τους ποὺ φροντίζουμε ὁπωσδήποτε νὰ τὶς στείλουμε ξοπίσω τους, ἀφότου ἐκεῖνοι ἔχουν φύγει. Αλλιῶς θὰ μᾶς κατηγορήσουν κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία πὼς τοὺς ἀμελήσαμε (ἅγ. Ἰω. ὁ Χρυσόστομος).
(Σημ. γιὰ τοὺς ἐνορίτες μας. Στὴν ἐ νο ρί α μας δι α τη ροῦ με ἀρ χεῖ ο μὲ τὰ ὀ νό μα τα ποὺ μνη μο νεύ ου με στὸ σα ραν τα λεί τουρ γο, γραμ μέ να σὲ εἰ δι κὸ ἔν τυ πο μὲ δύ ο στῆ λες, μί α γιὰ τοὺς ζῶν τες καὶ μί α γιὰ τοὺς κε κοι μη μέ νους. Πά νω στὸ ἔν τυ πο αὐ τὸ πρέ πει νὰ ἀναγρά φε τε ὁ πωσ δή πο τε τὸ ἐ πώ νυ μο τῆς οἰ κο γέ νειάς σας, γιὰ τὴν ἀλ φα βη τι κὴ τα ξι νό μη ση καὶ τὴν εὔ κο λη ἀ νεύ ρε σή του. Μπο ρεῖ τε νὰ ζη τᾶ τε ὁ ποι α δή πο τε στιγ μὴ τὸ ἔν τυ πο ποὺ ἔ χε τε συμ πλη ρώ σει, γιὰ νὰ ση μει ώ νε τε τυ χὸν ἀλ λα γὲς ἀ πὸ γεν νή σεις καὶ θα νά τους ἢ γιὰ προ σθῆ κες ὀ νο μά των γνω στῶν καὶ φί λων σας).
Τὸ σα ραν τα λεί τουρ γο, ὅ πως καὶ κά θε ἄλ λη ἱ ε ρο πρα ξί α, τε λεῖ ται δω ρε άν. Δὲν χρει ά ζε ται νὰ προ σφέ ρε τε χρή μα τα. Χρει ά ζε ται ὅ μως ὁ πωσ δή πο τε ἡ προ σω πι κή συμ με το χή σας σ’ αὐ τό. Ἡ Θεί α Λει τουρ γί α δὲν γίνεται μὲ τὸν πα πά μονάχα. Εἶ ναι ἔρ γο τοῦ λα οῦ (λεῖ τος [=λα ὸς] + ἔργο), δηλαδὴ ὅ λων μας. Δὲν ἀρ κεῖ νὰ «δι α βά ζει» μόνος ὁ πα πὰς τὰ «γράμ μα τα» καὶ τὸ χαρ τά κι μὲ τὰ ὀ νό μα τα γιὰ νὰ λυ θοῦν μα γι κὰ τὰ προ βλή μα τά μας. Χρει ά ζε ται
α) καὶ νὰ εἴ μα στε πα ρόν τες στὴν κοι νὴ προ σευ χή, ἀλ λὰ
β) καὶ νὰ προ σπα θοῦ με νὰ δι ορ θώ νου με τὴ ζω ή μας κα τὰ τὸ θέ λη μα τοῦ Θε οῦ. Χω ρὶς τὸν ἀ γώ να αυ τὸν μάταια πα σχί ζου με. Δὲν ἀγοράζονται ὅλα μὲ τὰ λεφτά. Δὲν χτί ζουν σχέ ση μὲ τὸν Θε ό. Χωρὶς αλλαγὴ ζωῆς (μετάνοια), δὲν ἔχουν πέραση πουθενά. Καὶ εὐτυχῶς δηλαδή, γιατὶ ἀλλιῶς, ὁ Παράδεισος θά ’ταν μόνο γιὰ τοὺς πλούσιους (ποὺ θὰ μπορούσαν νὰ τὸν ἀγοράσουν μὲ λεφτά).
Ἡ Θεί α Λει τουρ γί α λοιπὸν δὲν ἐ νερ γεῖ πο τὲ μὲ τρό πο μα γι κό. Ἀν τι θέ τως!
Ἐκ κλη σι α ζό μα στε ὅ λοι ἀ πο λύ τως συ νει δη τὰ καὶ συμ προ σευ χό μα στε μὲ τὸν ἱ ε ρέ α σὰν μιὰ οἰ κο γέ νεια, σὰν μέ λη τοῦ ἑ νὸς Σώ μα τος τοῦ Χρι στοῦ. Φρον τί ζου με ὅ λοι γιὰ ὅ λους, ὄ χι μό νο γιὰ τοὺς δι κούς μας. Καὶ ὅ που ἐ μεῖς εἴ μα στε ἑ νω μέ νοι καὶ ἀ γα πη μέ νοι, χω ρὶς καμ μιὰ ἔ χθρα με τα ξύ μας, ἐ κεῖ πα ρευ ρί σκε ται ἀοράτως καὶ ὁ Θε ός μας, πλημ μυ ρί ζον τάς μας μὲ τὴν εὐ λο γί α καὶ τὴ Χά ρη του.

Τι βλέπει ο άνθρωπος την στιγμή που πεθαίνει






Άμα είμαστε ετοιμασμένοι, δεν θα ταραχθούμε όταν έρθει η φοβερή ώρα του θανάτου. Θα ‘ρθει η φοβερή ώρα. Ο θάνατος είναι πάρα πολύ φοβερός, δεν τον έχουμε γευτεί και δεν ξέρουμε. Όταν θα έρθει δεν θα μπορούμε να το ομολογήσουμε, μόνο θα το υποστούμε. Έρχεται ο αρχάγγελος και ποτίζει και από την πίκρα η ψυχή εξέρχεται.

Γι’ αυτό βλέπουμε και καταπίνει ο ετοιμοθάνατος, γι’ αυτό βλέπουμε και δακρύζει, γι’ αυτό βλέπουμε το απλανές βλέμμα του ετοιμοθάνατου. Δεν έχει έλεγχο του περιβάλλοντος, αυτός βλέπει άλλα. Τα μάτια χάνουνε τη φυσικότητα. Είναι ανοιχτά, αλλά βλέπουνε τα από μέσα μάτια, βλέπουν τους αγγέλους, βλέπουν τους δαίμονες.

Και βλέπουμε να δακρύζουν· γιατί δακρύζουν; Ικετεύει η ψυχή εκείνη την ώρα, εκεί μιλούν οι άνθρωποι, αυτός όχι. Αυτόν τον θάνατο όλοι θα τον περάσουμε μηδενός εξαιρουμένου. Επομένως όλοι τώρα χαιρόμαστε, γελάμε, κάνουμε, φτιάχνουμε, αλλ’ όμως θα έρθει η ώρα αυτή.



Λοιπόν ας ετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον συνειδητά τον θάνατο. Να έχουμε τη συνείδηση να μη μας κατηγορεί δυνατά. Θα φύγουμε πάλι με πταίσματα, δεν θα είμαστε λευκή περιστερά, αλλά αυτά που θα έχουμε να μην είναι αυτά που θα μας βουλιάξουν.

Διότι θα έχουμε και αντιστάθμισμα, θα έχουμε και καλά έργα, τα οποία να είναι δυνατά, τα οποία θα τεθούν στο άλλο μέρος της πλάστιγγος κι έτσι να υπερακοντίσουν τα αμαρτήματα τα απλά, διότι τα άλλα θα τα έχουμε ξεκαθαρίσει με το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Θα έχουν φύγει, θα είναι τα απλά, τα οποία τα έχει και ο άγιος άνθρωπος. Και μια σκέψη, και ο θυμός είναι αμάρτημα, «το εκ συναρπαγής ουκ αφαιρεί την αγιότητα του ανθρώπου».

Υπάρχουν αμαρτήματα που είναι τόσο ελαφρά και δεν προσβάλουν την αγιότητα ενός αγίου ανθρώπου, αλλά απλώς επιτρέπονται από τον Θεό για να τον κρατάει τον άγιο στην ταπείνωση. Διότι καμία αρετή δεν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως. Η μετάνοια ποτέ δεν τελειώνει, αλλά πάντα είναι ανοιχτή, γιατί είναι άνθρωπος κι ενδέχεται να πέσει.


Επομένως, επειδή αυτά όλα είναι αλήθειες αναντίρρητες, θεμελιωμένες μέσα στον λόγο του Θεού, πρέπει να μας γίνουν ζωή, να μας γίνουν πίστη, να μας γίνουν το μεγαλύτερο μέλημα της υπάρξεώς μας. Όπως τώρα έχουμε το πώς θα ζήσουμε, το πώς είναι τα παιδιά μας και η υγεία μας.


Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, αυτό που θα με συνέχει είναι αν είμαι έτοιμος. Κι όπου βλέπετε ότι κάπου κουτσαίνετε, κάτι δεν πάει καλά, μην το αφήνετε, βάλετε φάρμακο να γίνει καλά. Διότι όλους κάπου πάει να μας πιάσει, κι όταν το δούμε, τα γόνατα έτοιμα στην προσευχή μετά δακρύων: «Κύριε, πρόφθασον, διόρθωσέ με σ’ αυτό, διόρθωσέ με σ’ εκείνο».

Όταν δεν θα έχουμε βασικά σφάλματα –θανάσιμα αμαρτήματα–, τα πλημμελήματα και τα μη θανάσιμα δεν μας απειλούν άμεσα με τον κίνδυνο της κολάσεως. Διότι βοηθά η μετάνοια, τα καλά έργα, η Εκκλησία.

Η χήρα μάνα και το καλάθι





Ζούσε, κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, απ’ τον καημό της, αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε, λοιπόν, κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με, εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι, με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που ειχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου.
Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαγε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Έ μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιέ μου, το πρωί δεν με άκουσες να ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πάς στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα ’χεις χαμένα»; λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ό,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ’δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το ’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ’δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ’φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία. ῏

Υποδοχή Ιερού Λειψάνου Αγίου Γεωργίου και Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών από 25/10 έως 30/10 μηνός Οκτωβρίου

  ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΩΚΙΔΟΣ Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Πολυδρόσου  Πρόγραμμα Ιερών Ακολουθιών  Από 25/10/2023 Έως 30/10/2023 Τετάρτη ...